δαδάδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαδάδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

δαδάδι τό, ἀμάρτ. δαδάδ᾿ Ἴμβρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δαδὶ καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άδι, διὰ τὴν ὁποίαν, ὡς ὀσμῆς δηλωτικήν, βλ. Ν. Ἀνδριώτ. εὶς Ἀθηνᾶ 42 (1930), 182.

Σημασιολογία

Η ὀσμή καιομένου δαδίου. Συνών. δαδιὰ 2, δαδίλα, δαδουλιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/