γλινόχωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλινόχωμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γλινόχωμα τό, Κεφαλλ. Κρήτ. Πελοπν. (Βερεστ. Γαργαλ. Κόκκιν. Λάλ. Λάμπ. Λυγερ.) - Δ. Λουκόπ., Ν. Ἑστ. 1(1927), 335 - Λεξ. Βλαστ. 297.337 γινόχωμα Πελοπν. (Πραστ.) γλινόχουμα Θεσσ. (Κρυόβρ.) Στερελλ. (Καρπεν.) λινόχωμα Πελοπν. (’Αναβρ. Δυρράχ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γλίνα καὶ χῶμα.
Σημασιολογία
1) ’Αργιλλῶδες χῶμα Θεσσ. (Κρυόβρ.) Κρήτ. Πελοπν. (’Αναβρ. Βερεστ. Γαργαλ. Δυρράχ. Κόκκιν. Λάλ. Λάμπ. Λυγερ. Πραστ.) Στερελλ. (Καρπεν.)- Δ. Λουκόπ., ἔνθ᾽ ἀν.: Εἶναι βαρικὸ χῶμα, γλινόχωμα Λάλ. Πᾶμε νὰ φέρωμε γινόχωμα νὰ κουρασανώσωμε τὸ φοῦρνο (νὰ κουρασανώσωμε = νὰ ἐπιστρώσωμε κλίβανον μὲ συνεκτικὸν πηλόχωμα) Πραστ. Φέρε λιγούλι γλινόχωμα νὰ φκε͜ιάσουμε τὸ φοῦρνο Βερεστ. Τὰ κρινιˬὰ εἶναι ὅλα σκεπασμένα μὲ πλακόπετρες κι ἀλειμμένα ’ς τὶς χαραμάδες μὲ γλινόχωμα (κρινιˬὰ = κυψέλαι) Δ. Λουκόπ., ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀλεπόχωμα, γλίνα, κιμιλιˬά, μελίστρα, μιλίστα, μπουτζόχι, πηλός, σουμελόχωμα. 2) Γῆ τεφρόχρους εἰς γλοιώδη κατάστασιν, ἡ ὁποία χρησιμοποιεῖται ἀντὶ σάπωνος Κεφαλλ. Συνών. πηλός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA