ἀπεικάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπεικάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπεικάζω πολλαχ. καί Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ.) ἀπεικάζ-ζω Σύμ. Χίος (Καρδάμ.) ἀπεικάζου Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Τσακων. ἀμπεικάζω Μακεδ. (Θεσσαλον.) ἀκεικάζου Τσακων. ἀπεικάζου Σκόπ. ἀπ’κάζω Α.Ρουμελ. (Στενήμαχ.) Θρᾴκ. ἀπ’κάζου Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Ζαγορ. Καρδίτσ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν. Μάδυτ. Ὀρτάκ. Σουφλ.) Ἴμβρ. Λέσβ. (Ἁγία Παρασκ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Ἀνασελ. Κοζ. Νάουσ. Σιάτ. Σισάν.) Σαμοθρ. Σκόπ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Βοστιν. κ.ἀ.) ’πεικάζω πολλαχ. ’πεικάκω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ’πεικάζου Εὔβ. (Κύμ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Μακεδ. (Πάγγ.) ’πεικάζου Εὔβ. (Στρόπον.) ’πεισκάζω Κύπρ. (καί ’πεικάζω) ’πεικῶ Ἀστυπ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ’πεισκῶ Κύπρ. Ἀόρ. ἄπ’κασα Μακεδ. Προστ. ἀπείκου Χίος (Χαλκ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀπεικάζω. Ὁ τύπ. ’πεικάκω ἐκ τού ἀμαρτ. ἀορ. πείκακα.
Σημασιολογία
1) Παρομοιάζω πολλαχ.: Μὲ πο͜ιόν τὸν ἀπεικάζεις; -Τόν ἀπεικάζω μέ τόν δεῖνα. β) Ἀναγνωρίζω τινὰ Κύπρ. Μακεδ. (Πάγγ.): ’Èν τὸν ἐπείσκασα Κύπρ. || ᾎσμ. Τὸν ἀδιρφό τ’ς ἀπάντησα χωρίς νά τοὺν ’πεικάσου Πάγγ. Συνών. γνωρίζω. 2) Εἰκάζω, συμπεραίνω Α.Ρουμελ. (Στενήμαχ.) Ζάκ. Ἤπ. Κεφαλλ. Κύπρ. Μακεδ. (Κοζ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) κ.ἀ. –Λεξ. Περίδ.: Τί ἀπ’κάζ’ς ἀπ’ αὐτά; Κοζ. β) Ὑποθέτω, ὑπολογίζω Κύπρ.: Ὥς πόσον µακρά εἶναι τὸ Καρπάσι; -’Πεικάζω ὅτι ἀπεδῶ ὥς ἐτεῖ εἶναι εἴκοσι μίλιˬα. γ) Παθ. φαίνομαι Μακεδ. (Νάουσ.): Ὁ δεῖνα εἶναι καλός, ἀπ’κάζιτι. 3) Νομίζω, θεωρῶ Κῶς Μακεδ. (Σιάτ.) Πελοπν. (Αἴγ.) Πόντ. (Ὄφ.): Σάν πο͜ιόν μ’ ἀπ’ κάζεις ἰμένα; Σιάτ. ’Πεικάζω πώς δὲ θά ’ρθῃ ὁ δεῖνα Αἴγ. Ἐσύ ντ’ ἄπεικάζεις; (πῶς το θεωρεῖς, πῶς τὸ κρίνεις;) Ὄφ. 4) Εὑρίσκω τι διὰ τού νοῦ, µαντεύω Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θεσσ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Λευκ. Μακεδ. (Ἀνασελ. Σισάν.) Πελοπν. (Λεντεκ.) Πόντ. (Κερασ.) Ρόδ. Σέριφ. Στερελλ. (Αίτωλ.) –Λεξ. Αἰν.: Σὰν τ’ ἀπ’κάῃς, τί μέρα θὰ κάμ’ ταχε͜ιά! (αὔριον) Αἰτωλ. Τώρᾳ τό ’πείκασα (ἐνν. τό μέλλον νὰ συμβῇ) Σέριφ. Πο͜ιός µπουρεῖ ν’ ἀπ’κάσ’ τί κρύβου ’ς τὰ χέριˬα μ’! Ἀνασελ. Στάσ’ νὰ τ’ ἀπ’κάσου τί θά κάµ’ς Θεσσ. || ᾌσμ. Κόρη µ’, ἀτή σου τό νογᾷς κιˬ ἀτή σου τ’ ἀπεικάζεις Λευκ. Ὅσοι τό ’πεικάσετε, τά βουνά νὰ πιˬάσετε, κιˬ ὅσοι ’ὲν τὸ ’πεικάσετε, κακὰ θ’ ἀπολάψετε Ρόδ. || Αἴνιγµ. Χίλιˬα δέματα, | χίλιˬα κοµποδέματα, χίλιˬα νά εἰπῇς δὲν τ’ ἀπ’κάεις (τό δίχτυ) Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) 5) Στοχάζομαι, σκέπτομαι Κῶς Πελοπν. (Σουδεν. Τρίκκ. Κορινθ.) Χίος (Χαλκ) –Λεξ. Δημητρ.: Δὲν τό ’πείκασα αὐτὸ τό πρᾶµα Σουδεν. Ἀπείκου κ’ ἐδῶ νὰ φορούν τέτο͜ια ροῦχα! Χαλκ. || Παροιμ. Ξέταζε κιˬ ἀπείκαζε τῶν ἀλλωνῶν τά πράματα, ἔχασ’ ὁ Γιˬάννος τὴν κατσίκα του (ὁ εἰς ἀλλότρια ἀσχολούμενος ζημιώνει ἑαυτόν) Λεξ. Δημητρ. || ᾎσμ. Σέ πο͜ιόν μπρός εἶσαι δάσκαλον καλά νά τό ’πεικάσῃς, νὰ πάρῃς πρῶτα ἄδειαν καί ’πόκα νὰ διˬαβάσῃς Κῶς. 6) Ἀντιλαμβάνομαι πολλαχ.: Τὸν ἀπείκασα καθώς ἔbαινε ’ς τὸ σπίτι Κεφαλλ. Δὲ dὸν ἀπείκασα Ἄνδρ. Μ’ ἀπείκασε ἀπομακρεˬὰ Εὔβ. Οὔτε την πρώτη οὔτε τὴ δεύτερη μέρα ἀπείκασα τίποτε Λευκ. Ἔρχουνταν λαγὰ λαγά, ἀλλὰ τοὺς ἀπείκασα Εὔβ. (Στρόπον.) Ἀπείκασις πο͜ιός ἦρθι; Μακεδ. (Κοζ.) Δὲν ἀπείκασι τοὺ σεισµὸ Σκόπ. Ποῦ τ’ ἀπείκασις; Ἴμβρ. Κοιμώμ’να κιˬ ἀπείκασα τοὺν κλέφτ’ π’ ἄ’ξι τ’ν πόρτα Στερελλ. (Βοστιν.) Ἐπείσκασα µέσ’ ’ς τὸ κοπάιν πῶς ’λειπεν ὁ τράουλ-λός μας ὁ κοτινοπαρδαλοφίτιλ-λος Κύπρ. Ἐπείσκασα τὸ δεῖνα πρόβατο (βραχυλ. ἀντί: ἐπείσκασα ὅτι λείπει) αὐτόθ. || ᾌσμ. Κρουσάροι τὸν ’πεικάσανε καί πάν νά τόν κρουσέψουν Εὔβ. Γίδιˬα µπῆκαν ’ς τοὺ μαντρί. | -Πού τ’ ἀπείκασις, μουρή; Ἤπ. Ἀγάληˬ’ ἀγάληˬα, Γιˬάννη μου, σὰν τοὺ κουμμένου φίδι, μη σ’ ἀπεικάσ’ ἡ πέρδικα κὶ πιταχτῇ κὶ φύγῃ Θεσσ. (Καρδίτσ.) || Ποίηµ. Βγαίνει κιˬ ἀκρομάζεται ’ς τὸν ἡλιˬακὸ μὲ πόθο, μην ἀπεικάσῃ τῄ φωνὴ ποῦ μο͜ιάζει τοῦ καλοῦ της ΚΠασαγιάνν. ἐν Τεχν. 1, 63. Καὶ παθ. Γίνομαι ἀντιληπτὸς Ἤπ. (Ζαγόρ.): Θέλου νὰ τοὺ κάμου, ἀλλ’ ἀπ’κάζουμι. Συνών. καταλαβαίνω, νο͜ιώθω. β) Ἔχω τὴν αἴσθησιν τῆς ὀσφρήσεως Σαμοθρ.: Γεῖμι ’ναχουμένους κὶ δὲν ἀπ’κάζου (εἶμαι συναχωμένος καί δέν δύναμαι νὰ ὀσφρανθῶ). γ) Καθόλου, αἰσθάνομαι Εὔβ. (Κύμ.) Ἤπ. Θεσσ. (Ζαγορ.) Πελοπν.: Δὲν ἀπείκασα καθόλου πόνο Κύμ. || ᾎσμ. ’Σ τὸ στόμα την ἐφίλησα, μοῦ λέει, κἄν ἀπείκασα Ἤπ. Συνών. αἰσθάνομαι 2, καταλαβαίνω, νοι͜ώθω. δ) Ἀφυπνίζομαι, ἐξυπνῶ Σκόπ.: Δέν ἀπείκασα προυί, γιˬατί ἄργησα νὰ πέσου. Συνών. ξυπνῶ. 7) Ἐννοῶ πολλαχ. καί Τσακων.: Κἄτι ’πεικάζω κ’ ἐγὼ Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Δέν τ’ ἀπείκασα καλά Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Δὲν ’πεικάζεις ὁλότελα Πελοπν. (Κλουτσινοχ.) Δὲν τοὺ ἄπ’κασαν Μακεδ. Δὲν ’πεικάζει ἀπ’ αὐτὸ τὸ πρᾶμα Κεφαλλ. Δὲν ἀπεικάζω ἀπό τέτο͜ιες δουλε͜ιές αὐτόθ. Μιλῶ τση, μὰ δὲ ’bεικᾷ, τοῦ κεφαλιˬˬοῦ τζη κάνει (δὲ ’bεικᾷ = δὲν θέλει νά ἐννοήσῃ) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Δὲν ἀπείκαζὲνε ἡ κακομοῖρα τίποτα ἀπό τὸ bολὺ πυρετὸ ποῦ ’χενε Νάξ. (Γαλανᾶδ.) Σὰν τό ’κατσεν εὐτὺς τὸ μουλάρι ἠπείκασεν τσί τεσσέριζ-ζεν Χίος. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Ἰδ. Χρον. Μορ. Η 2207 (ἔκδ. JSchmitt) «καὶ ὅσο ἐπληροφορέθηκεν κι ἀπείκασε τὸν δόλον». Συνών. καταλαβαίνω, νο͜ιώθω, σκαμπάζω. 8) Γνωρίζω, ἠξεύρω Κάρπ. Νάξ. (Φιλότ.): Οὔτε σοῦ ’κλεψα οὔτ’ ἀπεικάζω τίοτα Φιλότ. Συνών. γνωρίζω, ξέρω. Πβ. ἀντικε͜ιάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA