δαδὶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαδὶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
δαδὶ τὸ, δαδίν Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Πόντ. (Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Χίος (Βροντ. Πισπιλ. κ.ἀ.) δδὶν Πόντ. (Ἴμερ.) δαδὶ κοιν. καὶ Καλαβρ. (Βουν. Γαλλικ. Μπόβ. Χωρίο Βουν. Χωρίο Ροχούδ. κ.ἀ.) Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον. Φλογ.) Πόντ. (Κοτύωρ. Σεμέν. Σινώπ. Σούρμ.) Τσακων. (Χαβουτσ.) δαῒν Χίος (Φυτ.) dαdὶ Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον. κ.ἀ.) Τσακων. δαϊδὶ Τσακων. διαδὶ Τσακων. λαδὶ Λῆμν. γαδὶ Κύπρ. γαΐ Ρόδ. (Καλαβάρδ. Σορων. Φαν.) δαβὶ Ἄνδρ. Κέρκ. Πελοπν. (Μάν.) βαδὶν Ρόδ. βαδί Ρόδ. βαΐ Κάρπ. (Μεσοχώρ. κ.ἀ.) Ρόδ. βάιν Ρόδ. (Ἔμπον. Σάλακ.) βάι Ρόδ. βέι Ρόδ. (Σάλακ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. δαδίον. Διὰ τοὺς τύπ. βάι καὶ βέι βλ. A. Tsopanak. Phonet. 58.
Σημασιολογία
1) Ρητινῶδες ἀπόσχισμα ξύλου πεύκης, σκληρόν, χρώματος ἐρυθρωποῦ, τὸ ὁποῖον χρησιμοποιεῖται διὰ προσάναμμα κοιν. καὶ Καλαβρ. (Βουν. Γαλλικ. Μπόβ. Χωρίο Βουν Χωρίο Ροχούδ. κ.ἀ.) Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον. Σίλατ. Φλογ.) Πόντ. (Ἴμερ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. κ.ἀ.) Τσακων.: Βάλε κανένα δαδὶ ν᾿ ἀνάψουν τὰ ξύλα. Δὲν ἔχουμε δαδὶ καὶ δὲν ἀνάβει ἡ φωτιˬά. Φέρε κανένα δαδὶ γιˬὰ προσάναμμα. Τί ὡραῖα ξύλα! ἀνάβουν σὰν δαδιˬὰ κοιν. Πῆγα ᾿ς τὸ βουνὸ τσαὶ ἔφερα δαδὶ γιˬὰ προσάναμμα Πελοπν. (Ξεχώρ.) Ἕψα τὸ δαδὶ (ἕψα = ἤναψα) Ὄφ. Γάψε ἕναβ βάι (γάψε = ἄναψε) Ρόδ. (Σάλακ.) Σκίσι λίγου δαδὶ ν᾿ ἀνάψου τοὺ φοῦρνου Εὔβ. (Ἄκρ.) Τὰ πατώματα εἶναι ἀπὸ δαδὶ Ἀθῆν. Ὁ πεῦκος ταὶ τὸ τεπαρίσ-σιν ἔχουσιγ γαδὶ ταὶ ᾿ὲσ-σέπουνdαι Κύπρ. Θέλου νὰ κουνουμήσου λίγου δαδὶ γιˬὰ προυσάναμμα τ᾿ς φουτιˬᾶς Ἤπ. (Κουκούλ.) Παίρνου λίγα κλουνάργιˬα, καμπόσα τζιουπούδγιˬα κὶ μνιˬὰ ἀγκίδα δαδὶ κιˬ ἀνάβου φουτχιˬά ᾿ς τοῦ τζιˬάκ᾿ Θεσσ. (Σουφλάρ.) Τό ᾿χου ἀγκιδουμένου τοὺ χέρ᾿ ἀποὺ μιˬὰ σκίζα δαδὶ Μακεδ. (Κοζ.) Πᾶρε μαζίσ σου τὴν ἀξίνην νὰ ρίξωμεγ κάτω τὸμ πεῦκον ταὶ νὰ στσίσωμεν ταὶ δαδιˬὰ γιὰ τὰ ᾿πικόρμιˬα (= ξύλον ἐπὶ τοῦ ὁποίου ὁ κρεοπώλης κατακόπτει τὸ κρέας) Χίος (Πισπιλ.) Τὸ δαδὶμ bιάν-νει, πῶ πιˬάν-νει τὸ κερὶ (τὸ δαδὶ πιάνει, ὅπως πιάνει τὸ κερὶ) Βουν. Τὸ δαδὶ πιάν-νει ᾿ς τὸ λούκι (= φωτιὰ) Χωρίο Ροχούδ. || Φρ. Ἔγινε δαδὶ ᾿ς τὸ μεθύσι (ἐμέθυσε πολύ). Πελοπν. (Κορινθ.) Συνών. φρ. ἔγινε στουπὶ - τάπα - σκνίπα -φέσι – τύφλα ᾿ς τὸ μεθύσι || Παροιμ. φρ. Τὸ δαδὶν᾿ς σὸ νέφτ᾿ καικὰ (ἐπὶ ἠθικῶς ἐπικινδύνου ἐπαφῆς) Πόντ. || Παροιμ. Τὸ γομάρι μ᾿ δαδία ἔν᾿ (ἐνδιαφέρομαι μόνον διὰ τὰς ἀτομικὰς μου ὑποθέσεις) Τραπ. Ὅλ᾿ ἀντρίζ᾿ν μὲ τὰ κερία κι Ἀισὲ μὲ τὰ δαδία (ἐπὶ ἀναρμόστου πράξεως) Πόντ. || Αἴνιγμ. Σκίζω ρόδον καὶ δαδὶ βγάζω νύφες καὶ γαμπροὶ καὶ δυὸ καλὲς κοπάνες (καρύδι) Μακεδ. (Σισάν.) || ᾌσμ. Εἶσαι συνόταιρος, παπ-ποῦ, τοῦ γέρου Μαρκαντώνη τσαὶ τεῖνος φαίνεται πολλὰ μεαλύτ-τερος ᾿πό σέναν, ἐσύ ᾿σαι κότινος δαδὶν ταὶ τσεῖνος καμbουρών-νει, ἀνάγιˬωσες τόσα παιδκιˬὰ ται τεῖνος μήτε ἕναν Κύπρ. Συνὠν. τσιρᾶς. Η λ. καὶ ὡς τοπων. Στερελλ. (Φθιῶτ.) β) Ἐπιθετ. ὀ δάδινος Πόντ.: Λαδία ξύλα ἐπῆρε. 2) Τὸ ἀνημμένον δαδὶ τὸ χρησιμοποιούμενον ἀντὶ κηρίου πρὸς φωτισμὸν Εὔβ. (Ἀγία Ἄνν. Ἄκρ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Ἄδενδρ. Βόιον Καταφύγ. κ.ἀ.) Πελοπν. Ρόδ. Σκίαθ. (Στερελλ. Ἀχυρ. κ.ἀ.) κ.ἀ.: Δὲν ἔχ᾿νι οὔτι λάδ᾿ γιὰ τοῦ λύχνου μὶ τὰ δαδιˬὰ πουλιμᾶν᾿ νὰ ἰδοῦνι Ἄκρ. Βάλι κανένα δαδί ᾿ς τοὺ λύχνου νὰ γλέπουμι Καταφύγ. Μιτὰ ἦτα dὰ πυρουφάνιˬα, εἴχανι ᾿να τρίπουδου ἀπάνου κὶ βάινα dοὺ δαδὶ ᾿ς τὰ παλιˬὰ χρόνιˬα Σκίαθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA