ἀπεικασμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπεικασμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀπεικασμὸς ὁ, Λεξ. Βλαστ. Πρω. ἀπ᾿κασμὸς Ἤπ. (Ζαγόρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀπεικάζω.

Σημασιολογία

Τὸ συμπεραίνειν, συμπερασμὸς Ἤπ. (Ζαγόρ.) –Λεξ. Βλαστ. Πρω.: Μ’ ἀπ’κασμὸ ἦρθα (κατὰ συμπερασμὸν ὅτι θὰ σ᾽ εὕρισκα) Ζαγόρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/