δαδουλιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαδουλιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
δαδουλιˬὰ ἡ, Πελοπν. (Κίτ. Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. δαδὶ καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ουλιˬά, περὶ τῆς ὁπ. βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 2, 245.
Σημασιολογία
Η ὀσμὴ τοῦ δαδίου: Μυρίζει δαδουλιˬά. Συνών. δαδάδι, δαδιˬὰ 2, δαδίλα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA