γρυλλομάτης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρυλλομάτης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γρυλλομάτης ἐπίθ. Ζάκ. Ἰκαρ Κρήτ. Κυκλ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Κίτ. Μάν. Φιγάλ.) Σῦρ. -- Μ. Στεφανίδ., Ὁρολογ. Δημώδ., 21 γρυλ-λd ομ-μάτης Κάρπ. Κῶς Λέρ. Μεγίστ. Ρόδ. γρυλτομ - μάτης Ἀστυπ. γρυλλαμάτης Κρήτ. (Ἀποκόρ. Σφακ.) γκρυλομάτης Παξ. ἀγκρυλουμάτ᾽ς Σάμ. Στερελλ. (Περίστ.) γκυρλομάτης Ἤπ. Ἰων. (Βουρλ.) γκυρλουμάτ᾽ς Ἤπ. (Ζαγόρ. Κουκούλ.) γκαρλουμάτ᾽ς Στερελλ. (Αἰτωλ.) γρυλ-λόμ-ματος Κύπρ. γλυρομ-μάτης Λειψ. Πάτμ. γρουλλομάτης Κρήτ. Πάρ. Πελοπν. (Ἄρν. Ζελίν.) Χίος γρουλ-λομ-μάτης Σύμ. γουρλομάτ᾽ς Δαρδαν. Θρᾴκ. (Πύργ.) Λευκ. Πόντ. (Χαλδ.) Στερελλ. (Ἀντίκ. Δεσφ.) γουρλουμάτ᾽ς Ἤπ. (Κουκούλ. Πλατανοῦσ.) Θεσσ. (Δομοκ.) Κυδων. Μακεδ. (Δαμασκ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) γκουρλομάτης Εὔβ. (Στρόπον. Ψαχν.) γκουρλουμάτης Εὔβ. (Στρόπον.) γκουρλουμάτ᾽ς Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Εὔβ. (Ἄκρ.) Θεσσ. (Ἀνατ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Καρωτ. Σοφίδ.) Μακεδ. (Ἀρν. Βόιον Δεσκάτ.) Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Γραν. Κολάκ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γρύλλος καὶ μάτι.

Σημασιολογία

Α) Ἐπιθετικ. 1) Ὁ ἔχων μεγάλους καὶ ἐξωγκωμένους τοὺς βολβοὺς τῶν ὀφθαλμῶν, ὁ ἐξὠφθαλμος κοιν. καὶ Πόντ. (Χαλδ.): Ἔτσ᾽ γουρλομάτ᾽ς πού ᾽ναι, σὲ τ᾽ράζ᾽ καὶ σκιˬάζεσαι Λευκ. Τί γκυρλώ᾽ς ἔτσ᾽ τὰ μάτιˬα; ἢ γιˬὰ νὰ σὶ ποῦν γκυρλουμάτ᾽; Ἤπ. (Ζαγόρ.) Εἶν᾽ ὄμουρφους; - Κουλουκύθιˬα. ἕνας γκουρλουμάτ᾽ς Στερελλ. (Γραν.) Πάει καὶ τὰ λοχεύει οὕλα τὰ παιδιˬὰ τσῆ γειτονιˬᾶς ὁ γουρλομάτης (λοχεύει = ἐνοχλεῖ) Πελοπν. (Γαργαλ.) Γρυλομάτης ἔναι, σκιˬάζει τὸ βράδυ, ἅμα τόνε λέπειςΠελοπν. (Κίτ.Μάν.) Εἶδες τὸ κορίτσ᾽ του τί γκουρλομάτα ποὺ εἶναι; Εὔβ. Ψαχν.)-Αὐτὴ ἔφερε τὸ γουρλομάτη αὐτὸν ποὺ παίζει πιˬάνο Δ. Βουτυρ., Ν. Ἑστ. 17 (1935), 469 || ᾌσμ. Νὰ τὰ ἰδοῦν τὰ παλληκάριˬα | πὄχουν ἄσκημες γυναῖκες ἄνοστες καὶ γκυρλομάτες Ἤπ. Κιˬ ὁ πασᾶς χαμπηλομάτης | κι ὁ Βασίλης γκουρλομάτης Εὔβ. (Στρόπον.) Ἡ κουφὴ βδομάδα μπαίνει, | τοῦ Λαζάρου κατεβαίνει, ἔφτασε κ᾽ ἡ γουρλομάτα | μὲ τὰ γουρλωμένα μάτιˬα (κουφὴ βδομάδα = ἡ τοῦ Λαζάρου, γουρλομάτα : ἡ Μεγάλη Ἑβδομάς, διότι ἐκ τῆς αὐστηρᾶς νηστείας γρυλλώνουν τὰ μάτια) Αἴγιν. Συνών. γαργαλιδομάτης, γαργαλομάτης, γαρδιλομάτης, γαριδομάτης, γρύλλος 5, γυˬαλούρης, πεταχτομάτης. 2) Ὁ ἀνοίγων διάπλατα τοὺς ὀφθαλμοὺς λόγῳ ἐρωτικῆς ἐπιθυμίας, ὀ ἐρωτύλος Μακεδ. (Δεσκάτ. κ.ἀ.) : Δὲν ἀφή᾽ κουρίτσ᾽ γιˬὰ κουρίτσ᾽ ἡ γκουρλουμάτ᾽ς! Δεσκάτ. 3) Ὁ ἕχων ἀπλανεῖς ὀφθαλμούς, ὀκνηρὸς Κύπρ.: Εἶντα γρυλ-λόμματος ἔν᾽ ὁ μισταρκός σου ! (μισταρκὸς = ὑπηρέτης). Β) Ὡς οὐσ. 1) Εἶδος ἰχθύος, ἀνῆκον εἰς τὰ λεγόμενα ἀφρόψαρα Στερελλ. (Ἀντίκ.) 2) Εἶδος κοσκίνου ἢ σήτας Θρᾴκ. (Καρωτ.): Μὶ τοὺ γκουρλουμάτ᾽ κουσ᾽κνίζουμι φασούλιˬα, καλαμπούκιˬα, ἀρ᾽βίθιˬα. 3) Θηλ. α) Δαίμων, ἡ ὑποτιθεμέν᾽η Γοργὼ, ἡ ἀφαιροῦσα τὰ ἐναπομείναντα μετὰ τὰς Ἀπόκρεω ἐδέσματα, διὰ νὰ μὴ καταναλωθοῦν ἀρχομένης τῆς Τεσσαρακοστῆς Θήρ. β) Ἡ τουρκικὴ λίρα εἰς τὴν συνθηματικὴν γλῶσσαν τῶν κτιστῶν Θρᾴκ. (Σοφίδ.) γ) Τὸ φυτὸν Χρυσάνθεμον τὸ σιτόφυλλον (Chrysanthemum segetum) τῆς οἰκογ. τῶν Συνθέτων (Compositae) Εὔβ. (Κουρ. Ὄρ.) Κάλυμν. Κύθν. -Μ. Στεφανίδ., Ὁρολογ. δημώδ, 21. Συνών. ἀγριομαντηλίδα 2, γρύλλος 4, κουκουβάγιˬα, μαντελῖνα, νερομαντηλίδα. δ) Τὸ φυτὸν Ἀσπάραγος (Asparagus) τῆς οἰκογ. τῶν τῶν Λειριωδῶν (Liliaceae) Εὔβ. (Πλατανιστ.) ε) Φυτὸν ἀκανθῶδες μικροῦ ὕψους, πιθανῶς τῆς οἰκογ. τῶν Κυναροειδῶν (Cynareae), ζιζάνιον τῶν ἀγρῶν Εὔβ.(Ἄκρ. Στρόπον. Ψαχν.) Λειφ. Ρόδ.: Νὰ πᾶτε νὰ σκαλίσετε ἐκεῖνο τὸ σ᾽τάρ᾽, γέμισε ᾽πὸ γκουρλομάτες Ψαχν. Μὴν πᾶς ᾽πόλ᾽τους, θὰ πατήῃς κανιˬὰ γκουρλουμάτα Στρόπον. Τί τοὺ ἔδισις τοὺ ζῷ ᾽κεῖ; οὕλου γκουρλουμάτις ἔ᾽, τί θὰ φάῃ; Ἄκρ Συνών. ἀγκάθι, ἀσπράγκαθο. στ) Τὸ φυτὸν Κιχώριον τὸ ἐντετμημένον (Cichorium divaricatum) τῆς οἰκογ. τῶν Συνθέτων (Compositae), τὸ κοινῶς λεγόμενον πικραλίδα Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κουρ. Στρόπον.): Ἅμα ἡ πικραλίδα παλιˬουρώσ᾽, τὴ λέμε γκουρλομάτα (ἅμα παλιουρώσ᾽ = ὅταν ἐκβλαστήσῃ ἀκανθώδεις ἐκφύσεις) Στρόπον.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/