δαιμονάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαιμονάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

δαιμονάκι τό, πολλα.χ dαιμονάι Ἀπουλ. (Καλημ.) δαιμοντράκι Χίος.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δαίμονας καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -άκι. Διὰ τὸν τύπ. δαιμοντράκι πβ. δαίμοντρος εἰς λ. δαίμονας.

Σημασιολογία

Μικρὸν δαιμόνιον, διαβολάκι Ἀπουλ. (Καλημ): Ἔ᾿ σ-σὰ dαιμονάι (εἶναι σὰν δαιμονάκι). β) Τὸ εὐφυὲς καὶ λίαν ζωηρὸν παιδίον πολλαχ.: Δαιμονάκι σωστὸ εἶναι Ἀθῆν. Συνών. διˬαβολάκι. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Δαιμονάκι καὶ ὡς παρων. Δ. Κρήτ. (Σφακ.) καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ. Δαιμονάκης αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/