γλίστρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλίστρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γλίστρα ἡ, σύνηθ. καὶ Καππ. (᾿Αραβάν. Γούρτον.) ἀγλίστρα Ζάκ. Ἤπ. (Ζαγόρ. Θεσπρωτ. ’Ιωάνν. κ.ἀ.) Θεσσ. (Πήλ.) Θρᾴκ. (’Αδριανούπ.) Μακεδ. (Καστορ. Καταφύγ.)- Π. Κρεμμύδ., Διατρ., 7 -Λεξ. Κομ. Βεντ. ἐγλίστρα Ρόδ. (᾽Αφάντ.) γκλίστρα Ἤπ. Μακεδ. (Βόιον Δρυμ. ’Εράτυρ. Σιάτ.) ἀγκλίστρα Μακεδ. (Σιάτ.) gλίστρα Α. Ρουμελ. (Σιναπλ.) λίστρα Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Θάσ. (Θεολόγ.)- Λεξ. Δημητρ. γλίστα Εὔβ. (Στρόπον.) γλίστριˬα Χίος (Βροντ.)

Ετυμολογία

Τὸ Βυζαντ. οὐσ. γλίστρα. Ὁ τύπ. καὶ εἰς Δουκ. Ὁ τύπ. λίστρα παρὰ τὸ λιστρῶ, διὰ τὸ ὁπ. βλ. γλιστρῶ.

Σημασιολογία

1) Τόπος ἢ λίθος ὀλισθηρὸς σύνηθ.: ᾽Εκεῖ ’ς τὸ ’ερτὸ μέρος ἐκεῖνο ’ναι γλίστρα Νάξ. (᾽Απύρανθ.) ’Εκείνη ἡ κυλίστρα πού ’ν’ ἐκεῖ ’ς τὴν Ψάρη bλάκα ᾽ναι γλίστρα αὐτόθ. Ἔπισι σὲ μιὰ γλίστρα κὶ ξαπλάθ’κι Σάμ. (Μυτιλην.) Ἔπισι μέσ’ ᾽ς τ᾿ς ἀγλίστρις Ἤπ. (Ζαγόρ.) Ἔφ’γι αὐτὸς κ’ ἔφτασι σὶ μιˬὰ γλίστρα Θεσσ. (Τρίκερ.) Πᾶμε, παιδιά, ’ς τὴ γλίστρα νὰ παίξουμε Πελοπν. (Βλαχοκερ.) || Φρ. ’Σ τὸν Σακὸν καὶ ’ς τὴ γλίστρα (ἐννοεῖται νὰ πᾷς· ἀρὰ) Ρόδ. Ἔβρεξ’ καὶ κάνει γλίστρα Βιθυν. || Παροιμ. Ηὗρεν ὁ κουτσὸς ἐγλίστρα (ἐπὶ τῶν προφασιζομένων δυσκολίας, διὰ νὰ ἀποφύγουν ἐργασίαν) Ρόδ. (᾽Αφάντ.) || ᾎσμ. Ἔχι γειˬά, καλή μου μάννα, | φκειˬάσι ἀγλίστρα νὰ γλιστρήσου Μακεδ. (Καταφύγ.) || Ποίημ. ’Σ τὶς γλίστρες των τὶς φονικὲς οὔτ᾿ ἀγρίμι οὔτ’ ὁ φτωχὸς ψαρᾶς ἀνέβη Α. Προβελέγγ., Διπλῆ ζωή, 128. Ἡ σημ. καὶ εἰς Δουκ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γλίστρα Εὔβ. (Κληματάρ. Στρόπον.) Θεσσ. (Μυρόφυλλ.) Πελοπν. (Βαμβακ. Γέρμ. Μάν.) Γλίστρες οἱ, Εὔβ. (᾽Επισκοπ. Κληματάρ. Κουρ.) Κρητ. (’Αποκόρ.) Κῶς (Κέφαλ.) Σῦρ. Φολέγ. Φοῦρν. ’Αγλίστρα Ἤπ. (’Ιωάνν.) Γκλίστρα Εὔβ. (Στρόπον.) ᾿Αγκλίστρα Μακεδ. (Σιάτ.) ’Εγίστριˬα Χίος (Ποταμ.) Τὸ Καβάκι τῆς Γλίστρας Σῦρ. β) Τὸ λειανθὲν μέρος τοῦ ἐδάφους, ἐπὶ τοῦ ὁποίου τίθεται τὸ δολωθὲν ἄγκιστρον διὰ τὴν σύλληψιν πτηνῶν Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) : Ἔφτε͜ιασα πέdε γλίστρες σὲ χερισάδιˬα (= χέρσους τόπους). 2) Ἡ ἰδιότης τοῦ ὀλισθηροῦ, ἡ ὀλισθηρότης Θρᾴκ. (’Αδριανούπ.) - Ι. Δραγούμ., Μαρτύρ. αἷμ.2, 112: Γκρεμίζονται ’ς τὴ βαθε͜ιὰ ρεματιˬὰ οἱ ἀραμπᾶδες ἀπὸ τὸ στένος καὶ ἀπὸ τὴ γλίστρα, ἅμα παγώνουν τὰ χιˬόνιˬα Ι. Δραγούμ., ἔνθ᾽ ἀν. 3) Ἡ εὐθυντηρία αὖλαξ ἢ ἄλλη τις διάταξις, εἰς τὴν ὁποίαν κινεῖται ἕν τεμάχιον τῆς μηχανῆς, εἰδικῶς δὲ τὸ ζύγωμα τῶν ἐμβολοφόρων ἀτμομηχανῶν ’Αθῆν. 4) ᾽Ολίσθημα πολλαχ.: Ἔκαμε νιˬὰ γλίστρα καὶ πᾶρ’ τον κάτου Πελοπν. (Βλαχοκερ.) ’Εκε͜ιὰ ποὺ ἔτρεχα μονιτάρου, ἐπῆρα μιˬὰ γλίστρα καὶ κατρακύλησα σὰν κουβάρι Κύθηρ. Ἤπηρα μιˬὰ γλίστρα κ᾿ ἦρθα κάτω Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Πῆρα μιˬὰ γλίστρα μὶ τ’μ παγουνιˬὰ π᾿ κόντιψι νὰ σκουτουθῶ Ἤπ. (Κουκούλ.) Ἔφαγε μιˬὰ γλίστρα Μέγαρ. || Ποίημ. Κριτής, κιˬ ὅμως μὲ ἀδίκησες καὶ δὲ μοῦ παραστάθης σὲ γλίστρα πνίχτρα καὶ σταυρωμὸ Π. Βλαστ., ’Αργώ, 253. 5) Τὰ μετὰ τὴν ὀλίσθησιν ἐπὶ γλοιώδους ἐδάφους ἐναπομένοντα ἴχνη Εὔβ. (Κύμ.) κ.ἀ. 6) Παιδιὰ κατὰ τὴν ὁποίαν εἰς ἔδαφος ἐπικλινὲς χιονισμένον τοποθετεῖται σανίς, ἐπὶ τῆς ὁποίας οἱ παῖδες ὀλισθαίνουν πρὸς τὴν κατωφέρειαν Θεσσ. (Σκήτ.) Μακεδ. (Φλόρ.): Πᾶμι νὰ κάνουμι γλίστρα Σκήτ. 7) Ἡ θαλασσία μέδουσα ᾽Ερεικ. Κέρκ. Μαθράκ. ’Οθων. Παξ.: Ἡ θάλασσα εἶναι γιˬομάτη γλίστρες ᾽Ερεικ. Συνών. ἀγαλήφα, γιˬαλομούνα, γιˬαλομούνι, κολλιˬάστρα, κολλίτσιˬανος, μουνάβρα, μουνάκλα, μουνὶ τῆς θαλασσας, πουτί, σαλούφα, τσουκνίδα, τσοὺχτρα. 8) Ἡ ἕλμινς Μακεδ. (Βλάστ. Καστορ.): Μὴν τρῶς γλυκά, θὰ γιˬουμώῃς γλίστρις Βλάστ. 9) Ὁ Σκώληξ ὁ γήινος (Lumbricus terrestris) Α. Ρουμελ. (Σιναπλ.) Ζάκ. Θεσσ. (Ζαγορ.) Ἤπ. (Δωδών.) Μακεδ. (Βογατσ. Καστορ.) Πελοπν. (Γαργαλ. Κάμπος Λάκων. Κόκκιν. ’Ολυμπ. Παππούλ. Ποταμ. κ.ἀ.) Συνών. βλ. εἰς λ. γλιστριˬὰ 3. 10) Εἶδος λεπτοῦ γηίνου σκώληκος, ὁ ὁποῖος χρησιμεύει ὡς δόλωμα διὰ τὴν ἁλίευσιν ἰχθύων Ζάκ. Στερελλ. (Μεσολόγγ. Σπάρτ.) 11) Εἶδος λιμναίας νήσσης Ἤπ. (Θεσπρωτ. ᾽Ιωάνν.) 12) Εἶδος ἀγρίου χόρτου Ζάκ. 13) Τὸ δένδρον Κόμαρος ἡ ἀνδράχλη (Arburus andrachne) τῆς οἰκογ. τῶν ᾿Ερεικιδῶν (Ericaceae) Σκόπ. Συνών. ἀγριοκουμαριˬά, ἀγριοκούμαρο 2, ἀλαφροκουμαριˬά, ἀδραχλινιˬά, ἀντράκλα (ΙΙ) 1, ἀντράκλι (ΙΙ) 1, ἀντρακλιˬά, ἀντρακλοκουμαριˬά, ἀντρακλοκούμαρος, γλιστροκουμαριˬά, ψωροκουμαριˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/