γρύλλος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρύλλος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γρύλλος ὁ, πολλαχ. γρύος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γρύλλους βόρ. ἰδιώμ. γρύd-dο Ἀπουλ. (Στερνατ.) Καλαβρ. (Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ.) κρύd-dο Ἀπουλ. (Καστριν.) γρύλλης Κύθν. – Μ. Στεφανίδ., Λεξικογρ. Ἀρχ. 6 (1923), 225 γούρλος Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Θηλ. γρύλλα Ἰων. (Κρήν.) Κύθν. Μεγίστ. -- Μ. Στεφανίδ., Ὁρολογ. δημώδ., 21 γρύλ-λα Κύπρ. γρούλ-λα Καρ. (Ἁλικαρνασσ.) Κῶς γκύρλα Ἤπ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. γρῦλος, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ τὸ Ἑλληνιστ. καὶ Βυζαντ. γρύλλος = χοῖρος, ἠχομιμητικῶς ἐκ τῆς φωνῆς γρῦ. Σχετικῶς μὲ τὴν σημασιολογικὴν ἐξέλιξιν τοῦ νεοελλην. γρύλλος πβ. τό ἰταλ. grillo τὸ ὁπ. ἐκ τοῦ Λατιν. gryllus (διὰ τὰς σημασίας τοῦ ὁπ. βλ. G. Goetz, Glossar. Latin. εἰς τὴν λ.) Δι᾽ ἄλλην, ἐκτὸς τῆς παραγομένης φωνῆς, ὁμοιότητα τοῦ ἐντόμου (τὸ ὁποῖον χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἐξωφθαλμίαν) πρὸς τὸν χοῖρον πβ. Μ. Στεφανίδ., Ὁρολογ. δημώδ., 21.

Σημασιολογία

1) Χοῖρος Κῶς - Λεξ. Μπριγκ. Περίδ: Ἐγέν-νησεν ἡ γρούλ-λα μας κιˬ ἤκαμεμ bένdε γρουλ-λάτσιˬα Κῶς. ᾽Πὸ τὸ πολ-λύ φαΐ ἐπαύνεσε σὰν dὴ γρούλ-λα αὐτόθ. 2) Γένος ὀρθοπτέρων ἐντόμων τῆς οἰκογ. τῶν Γρυλλιδῶν (Gryllidae), ἐκ τῶν ὁποίων τὰ πλέον γνωστὰ εἴδη εἶναι: α) Γρύλλος ὁ οἰκοδίαιτος (Gryllus domesticus) β) Γρύλλος ὁ ἀγροδίαιτος (Gryllus campestris) πολλαχ.: Ἰδῶ ᾽ς τὰ χουράφιˬα πού ᾽χ᾽νι νιρά, εἶνι πουλλοί γρύ᾽ κί λαλᾶνι τ᾽ νύχτα Θεσσ. (Καρυά). Πάνου ᾽ς τὰ δέντρα ἐτρίλλιζαυ οἱ γρύλλοι Κ. Θεοτόκ., Καραβέλ., 44. (| Φρ. Ἔχει γρύλλους αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ( = ἔχει ἰδιοτροπίες) Κεφαλλ || Ποιήμ. Οἱ γρύλλοι ἐτραγουδούσανε μακριˬά, κ᾽ ἔσπαε μέσ᾽ ᾽ς τὰ φυλλώματα ἡ σελήνη Γ. Τσουκαλ., εἰς Ἀνθολογ. Η. Ἀποστολίδ., 468. Ὥς καὶ τὰ κυπροκούδουνα κ᾽ οἱ γκιˬόνηδες κ᾽ οἱ γρύλλοι ἐμέθυσαν ἀπ᾽ τὴ χαρὰ τ᾽ ἀποψινοῦ τ᾽ Ἀπρίλη Σ. Γρανίτσ., εἰς Ἀνθολογ. Η. ᾽Αποστολίδ., 58. Ἡ σημ. καὶ εἰς Σομ. Συνών. βορτσόνι, τριζόνι, τσιρίπιλος. β) Εἶδος ἀπτέρου ἀκρίδος Ἀπουλ. (Καστριν. Στερνατ.) Καλαβρ. (Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ.) : Οἱ γρύ-οι μοῦ φάγαν dὸ σιτάρι Μπόβ. Συνών. ἀγριομούτσα, ἀκρίδα, ἀττέλαγος, καρκαλέτσι. γ)Μεταφ. ὡς ἐπίθ., ὁ ἔχων χοντρὲς θηλὲς μαστῶν Καλαβρ. (Χωρίο Ροχούδ.): Αἶγα γρύ-ο ἔναι ἡ αἶγα μὲ τὰ βυζ-ζία χρονdὰ (γίδα γρύλλος εἶναι ἡ γίδα μὲ χοντρὲς θηλὲς μαστῶν). 3) Ὁ καθ᾽ ὑπερβολὴν ἀνοικτὸς ὀφθαλμὸς Κρήτ. (Σφακ.) Κύθηρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Εἶdα μοῦ δείχνεις τσί γρύλλους σου; Σφακ. Αὐτὸς ἔχει κάτι γρύλλους, ποὺ δὲ σοῦ κάνει καλὸ νὰ τοὺς γλέπῃς Κύθηρ. β) Τὸ ὑπερβολικὸν ἄνοιγμα τῶν ὀφθαλμῶν Ἤπ. γ) Μεταφ., ἐλαιώδης σταγὼν ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας ὕδατος, πιθαν. κατὰ παρομοίωσιν πρὸς καθ᾽ ὑπερβολὴν ἀνοικτὸν ὀφθαλμὸν Μ. Στεφανίδ., Ὁρολογ. Δημώδ. ἔνθ᾽ ἀν. 4) Συνήθως κατὰ θηλ., τὸ φυτὸν Χρυσάνθεμον τὸ σιτόφυλλον (Crysanthemum segetum) τῆς οἰκογ. τῶν Συνθέτων (Compositae), τὸ ὁποῖον φροντίζουν νὰ προσθέτουν αἱ γυναῖκες εἰς τὸν ἄνθινον στέφανον τῆς Πρωτομαγιᾶς Ἰων. (Κρήν.) Κάρπ. Κύθν. - Μ. Στεφανίδ., Λεξικογρ. Ἀρχ. 6 (1923), 225: Οἱ γυναῖκες μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα χορτάριˬα βάνουνε ᾽ς τὸ «μάη» καὶ γρύλλα γιˬὰ νὰ γρυλλώνουν (δηλ. νὰ μὴ νυστάζουν, νὰ εἶναι ἐργατικαὶ κατὰ τὸν Μάιον) Κρήν. Ὅπο͜ιος φορᾷ τὴ γρύλλα, τὸν ἀγαπᾶνε οἱ γυναῖκες Κύθν. Συνών. γρυλλομάτης Β3γ, μαντελῖνα. 5) Ὡς ἐπίθ., γρυλλομάτης 1, τὸ ὁπ. βλ., Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Κάρπ. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ. Γρύλλος Ἀθῆν. Εὔβ. (Χαλκ.) Κρήτ. Μακεδ. (Θεσσαλον.) Στερελλ. (Ἀφίδν.) κ.ἀ. καὶ ὡς παρων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γούρλος Πελοπν. (Λαγκάδ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/