γρυλλώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρυλλώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γρυλλώνω Ἄνδρ. Κέρκ. Κρήτ. (Ἅγιος Γεώργ. Ἀμάρ. Ἡράκλ. Μαλάκ. Μεραμβ. Μουστάκ. Νεάπ. Πεδιάδ. Ραμν. Ρέθυμν.) Κυθηρ. Πελοπν. (Μεσσην.) Χίος (Ἐγρηγόρ.) Τῆν. κ.ἀ. - Κρήτ. Ἑστ. 4,27 γρυώνω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γρυλλών-νω Ἰκαρ. Κάρπ. Κύπρ. (Πεδουλ. κ.ἀ.) Μεγίστ. Σύμ. Τῆλ. γρυλλώνου Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Τῆν. (Πάνορμ.) γρυλ-λd ών-νω Κάρπ. Ρόδ. γρ᾽λώνω Πάρ. (Λεῦκ.) γλυρώνω Κρήτ. (Κίσ. Σέλιν. κ.ἀ.) γλυρών-νω Πάτμ. Γλυρώνου Μακεδ. ἀγρυλλώνου Κυδων. Λέσβ. γκρυλώνω Ἤπ. (Δρόβιαν.) -Δ. Σολωμ 337 - Λεξ. Δημητρ. γκρυλώνου Ἤπ. (Πάπιγκ.) Λέσβ. Στερελλ. (Γραν.) ἀγκρυλώνου Στερελλ. (Περιστ - Μ. Στεφανίδ., Ὁρολογ. δημώδ., 21 γκρ᾽λώνου Μακεδ. (Καστορ.) γκρυρώνου Μακεδ. γκρυώνου Μακεδ. (Ἐρατυρ.) γκλυρώνου Μακεδ. ἀgρυλώνου Λέσβ. γρουλώνω Πελοπν. (Ἄρν. Ζελίν. Καλάμ.) Χίος γρουλώνου Λέσβ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Σάμ. γρουλλών-νω Κῶς Μεγίστ. Σύμ. Τῆλ. γουρλώνω πολλαχ. γουρλών-νω Μεγίστ. γουρλώνου Εὔβ. (Βρύσ.) Ἤπ. (Κουκούλ. Πλατανοῦσ.) Κυδων. Λέσβ. Μακεδ. (Δαμασκην.) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Στερελλ. (Ἀχυρ.) γουρλών-νου Εὔβ. (Ἀνδρων. Κουρ. Ὀξύλιθ.) γκουρλώνω πολλαχ. γκουρλώνου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. σγκουρλώνου Θεσσ. (Κακοπλεύρ.) γκυρλώνω Ἰων. (Βουρλ.) γκυρλώνου Ἤπ. (Ζαγόρ. Κουκούλ. Κωσταν.) Στερελλ. (Κλών. Τριχων. Φθιῶτ.) γκ᾽ρλώνου Ἤπ. (Κόνιτσ.) γκλυρώνου Μακεδ. (Βλάστ. Δαμασκην. Κοζ. Πεντάπολ.) γουργώνω Καππ. (Φάρασ.) Ἀόρ. ἐγρυαλλωσα Χίος (Πισπιλ.) Μετοχ. γρυαλ-λωμένος Χίος (Πισπιλ.)

Ετυμολογία

Τὸ Βυζαντ. ρ. γρυλλώνω, βλ. Συναξ. γαδάρ. στ. 299 (ἔκδ. Wagner σ.120) «ἄνοιξε τὰ ὀμμάτιά σου, γρύλλωσ᾽ τα ὅσον ἔχεις» καὶ στ. 308 σ. 121 «ἀγρυλλώνει ὁ λύκος νὰ ἰδῇ τὸ πότε νὰ ᾽λθῃ χάρις».

Σημασιολογία

Α) 1) Μὲ ἐνεργ. καὶ παθητ. σημασίαν, μεταβ. καὶ ἀμτβ., ἀνοίγω ὑπερμέτρως τοὺς ὀφθαλμούς μου ἐκ διαφόρων λόγων σύνηθ.: Γούρλουσι τὰ μάτια νὰ δῇ καλὰ Μακεδ. (Βόιον). Ὁ νέος παππᾶς ποὺ μᾶς ἦρθε, ὅταν μιλάῃ, γουρλώνει τὰ μάτια Πελοπν. (Κοντογόν.) Μόλις μ᾽ εἶδι ἄξαφνα, γούρλουσι τὰ μάτια τ᾽ Εὔβ.(Ἁγία Ἄνν.) Ἅμα θυμώσῃ, γρυλλώνει τὰ μάτια του Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Εἶεν κἄτιμ μάθκιˬα γρυλλωμέν-να ᾽ποὺ τὸν θυμόν του Κύπρ. (Πεδουλ.) Ἠγούρλουσι τὰ μάτιˬα τ᾽, σὰν ἤμαθι ποὺς τοὺν βρίζουν Τῆν. Τὸ γκούρλωσε τὸ μάτι ἀπὸ τὴν πεῖνα Πελοπν. (Σκορτσιν.) Ἀγκρυλώνου τὰ μάτια μ᾽ ἀπ᾽ τοὺν πόνου Στερελλ. (Περίστ.) Ἐγρύλ-λωσεν τὰ ἀμ-μάθκιˬα του τ᾽ ἔκαμἐν τα σὰν τὲς πουρνέλ-λες Κύπρ. Τὰ μάτια του εἶναι γκουρλωμένα σὰν τοῦ βάθρακα Πελοπν. (Δάρ.) Τί τὰ γκούρλουσις τὰ μάτιˬα σὰ νά ᾽σι κάνα ψουφάλουγου; Μακεδ. (Δασοχώρ.) Γκούρλουσα τὰ μάτιˬα κὶ σκιˬά᾽κι τοὺ μ᾽κρὸ Στερελλ. (Γραν.) Τί γκούρλουσις ἔτσ᾽ κὶ σκιˬάζουμι;- Θεσσ. (Μοσχᾶτ.) Τί τὰ γκυρλώ᾽ς ἔτσ᾽ τὰ μάτιˬα; λὲς θὰ σὶ σκιˬαχτοῦμι; Ἤπ. (Κουκούλ.) Μ᾽ γκύρλουσι τὰ μάτιˬα τ᾽, π᾽ κατ᾽ρήθ᾽κα ἀποὺ τοὺ φόβου μ᾽ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μὴ γρυλλώνῃς τοσονὰ τσ᾽ ἀμάτες σου, γιˬατὶ φοβοῦμαι νὰ σὲ ξανοίξω Κρήτ. (Μαλάκ.) Γρυλλώνει καλὰ - καλά, ὅdε σὲ θωρῇ καὶ τόνε φοβᾶσαι Κρήτ. (Ραμν.) Μικρό ᾽ναι τὸ κοπέλι, μὰ γρυλλώνει καὶ ξανοίγει γύρου-γύρου νὰ δῇ εἶdα γίνεται αὐτόθ. Ἐγρύλλωσε τὰ μάθιˬα dου καὶ τά ᾽καμε σὰ dὸν ἀνηφορᾶ (ἀνηφορᾶς = ἡ κυκλικὴ ὀπὴ εἰς τὸ ἄνω μέρος τοῦ τοίχου τῆς ἀχυροκαλύβης, ἀπ᾽ ὅπου ρίπτουν τὴν τροφὴν εἰς τοὺς χοίρους) Κρήτ. (Ἡράκλ.) Εἶdα μοῦ γλυρώνεις; Θαρεῖς πὼς θὰ σὲ φοβηθῶ; Κρήτ. (Κίσ.) Ἅμα μανίσῃ, γλυρώνει σὰ dὸ σκύλλο (μανίσῃ=θυμώσῃ) αὐτόθ. Προχθὲς μοῦ ἐδιˬάβηκε μπροστά μου καὶ μοῦ ἐγρύλλωνε τὰ μάτιˬα Κέρκ. Τοῦ γρύλ-λdωσα κ᾽ ἐφοβήθη Ρόδ. Μοῦ γρύλλωσε τὰ μάτιˬα του καὶ φοβήθηκα Χίος (Ἐγρηγόρ.) Γρυλλώνει μου ταμάνιπως τοῦ σκότωσα τὸ bατέρα (ταμάνιπως = σάμπως νὰ) Κρήτ. (Ἅγιος Γεώργ.) Ὅλη τὴ νύχτα ἐγρύλλωνα ἀπὸ τὸ φόβο μου Κύθηρ. Ἀγκρυλώνου τὰ μάτιˬα μ᾽ ἀπ᾽ τοὺ φόβου Στερελλ. (Περίστ.) Τί ἀγριεύεις τσὶ γουρλώ᾽ς τὰ μάτιˬα σ᾽; Κυδων. Ὅταν ψυχομαχάῃ ὁ ἄρρωστος, βλέπει τὸ Χάρο πὄρχεται νὰ τόνε κόψῃ καὶ γρυλλώνει τὸ μάτι του Πελοπν. (Μεσσην.) Ἔπκιˬασέν τον ᾽ποὺ τὸν λαιμὸν καὶ ἐγρύλ-λωσαν τ᾽ ἀμ-μάδκιˬα του Κύπρ. Ὁ κάττης γουρλώνει τὰ μάθιˬα dου ἀπὸ τὴ dρῦπα Θήρ. Ἐγούρλωσε τὰ μάτιˬα του, ᾽φόdε εἶδε τὸ καρβέλι τὸ ψωμὶ Πελοπν. (Γαργαλ.) Μὲ τὰ μάτιˬα ἀπόξου γκουρλουμένα Μακεδ. (Θεσσαλον.) Τὰ βράδυˬα τὰ γκαβά τ᾽ δὲν ἔκλειναν ντίπ, ἦταν γκουρλωμενα σὰν τ᾽ς κουκουβάγιˬας (τὰ γκαβά τ᾽ = τὰ μάτια του) Μακεδ. (Βελβ.) Νὰ ξανοίξῃς καλὰ τὴ θε͜ιά μου. ἀνὲ γρυλλώνῃ, κοιμᾶται (ἀνὲ γρυλλώνῃ = ἄν ἔχῃ ἀνοικτὰ τὰ μάτια) Κρήτ. (Πεδιάδ.) Τὴν ὥρα ποὺ dούφιζε, γκύρλωσε τὰ ματσουρέλιˬα του (dούφιζε=πέθαινε) Ἤπ. (Κωστάν.) Γούρλωσε τὸ μάτι του κ᾽ ἔπεσε χάμου τέζα Πελοπν. (Γαργαλ.) Γούρλωσε τὸ μάτι του κ᾽ ἔμεινε ᾽ς τὴν ἀγκαλιˬά μου, τ᾽ ἀχρόνιˬαγο αὐτόθ. - Τὸν ὑποδέχτηκε ᾽ς τὸ κεφαλόσκαλο χλομὴ καὶ μὲ γουρλωμένα μάτιˬα Γ. Ξενόπ., Κόσμος, 67. Ἄλλοτε πλησιάζει τὴν ἐφημερίδα μὲ πιˬὸ γουρλωμένα μάτιˬα Δ. Βουτυρ., Εἴκοσι διηγ., 23. Τὰ μάτιˬα του γούρλωσαν καὶ πετάχτηκαν ἀπὸ τὶς κόγχες τους Π. Παπαχριστοδ., Θρᾴκ. ἡθογραφ. 4, 118. || Φρ. Γούρλωσε τὰ μάτιˬα (= ὑβριστικῶς, ψυχορραγεῖ ἢ ἀπέθανε) Εὔβ. (Βρύσ.) Τώρα τὰ γκύρλωσε τὰ μάτιˬα (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ἤπ. (Πάπιγκ.) Ἐγρύλλωσε τὰ μάθιˬα του (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Κρήτ. Λ-λίον ἔλειψε νὰ μοῦ τὰ γρουλ-λώσῃ (ὀλίγον ἔλειψε νὰ ἀποθάνῃ) Σύμ. Τὰ γκύρλου᾽ οὑ γέρουντας Στερελλ. (Φθιῶτ.) || Γνωμ. Σὰ δὲ δύνασαι, τὰ μάτιˬα γκούρλωνε (ὅταν δὲν δύνασαι νὰ ἐπιτύχῃς τι, φοβέριζε, τ.ἔ. καὶ ἀδυνάτως ἔχοντες δὲν πρέπει ν᾽ ἀνεχὤμεθα προσγενομένην ὕβριν) Προπ. (Κύζ. Πέραμ.) Σὰ δὲ bουρεῖς, ἀgρύλουνι (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Λέσβ. Σὰ δὲ φελᾷς, γρύλλωνε τὰ μάτιˬα σου (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Τῆν. Γρύλ-λων-νε, νὰ σὲ φοβοῦνται (νὰ προσποιῆσαι τὸν ἄγριον, διὰ νὰ σὲ φοβοῦνται) Κάρπ. Τὸ κακὸ ἀdρίτσι σκιὰς τὸ μάτι dου γρυλλώνει (σκιˬὰς = τουλάχιστον. διὰ τοὺς φευτοπαλληκαρᾶδες) Κρήτ. (Μεραμβ.) Δύνομαι-δὲ δύνομαι, τὰ μάτιˬα τὰ γουρλών-νου (ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦν νὰ ἀντιδράσουν κατὰ τῶν ἰσχυρῶν) Εὔβ. (Κουρ.) || Αἴνιγμ. Πά᾽ ἡ γριˬά ᾽ς τὴ γρυλλωμένη, | βρίσκετ᾽ ἀποσβολωμένη (ὁ καθρέπτης) Χίος. || ᾌσμ. Μικράνανε τὰ μάθια μου κιˬ ὅσο καὶ νὰ γρυλλώνω, δὲν ἠμπορῶ τὸ ὄμορφο νὰ τ᾽ ἀποκαμαρώνω Κρήτ. (Μουστάκ.) Ἂν θὲς νὰ μάθῃς, μάθιˬα μου, πῶς δὰ τωσὲ ξαμώνῃς, τό ᾽να σου μάτι νὰ καμνυˬῇς καὶ τ᾽ ἄλλο νὰ γρυλλώνῃς Κρήτ. (Νεάπ.) Ἐγρύλ-λωεν τ᾽ ἀμ-μάδκιˬα του τ᾽ ἔκοψεν τὰ ραφίδκιˬα τ᾽ ἄν-νοιξεν τὲς κουτάλες του, κόβκει ταὶ τ᾽ ἀλυσίδκιˬα Κύπρ. Γιˬὰ ξεσκεπάσετέ τονε νὰ δῆτε κιˬ ἀνὲ γρυλλώνῃ ἀκόμα, νὰ μοῦ πῆτε Κρήτ. (Ἀμάρ.) Λέω της νὰ μπῇ ᾽ς τ᾽ ἀλώνι | καὶ τὰ μάτιˬα της γρυλλώνει αὐτόθ. || Ποιήμ. Θωρεῖς τον πούρι τὸ Γαρbῆ, ἀποὺ δὲν κάνει ἰσάφι, θωρεῖς τον ἁποὺ γρύλλωσε καὶ γούζγεται ἐκε͜ιὲ πέρα Κρητ. Ἑστ. 4, 27. Κιˬ ὅτι ἐγκρύλωνε τὰ μάτιˬα, εὐθὺς φεύγουν οἱ γιˬατροὶ Δ. Σολωμ. 337 Γιˬὰ τοῦτον τους τὸ κούρεμαν, τοῦ᾽ τὰ φερσίματά τους, τὸ παραπάνω φταίσιμον ἔχουν το οἱ ἀντράδες πὂν τοὺς γρυλ-λών-νουν νακκουρὶν νὰ κάτσουν ᾽ς τὰ βραστά τους (νακκουρὶν = ὀλίγον, βραστὰ = ἀβγὰ) Δ. Λιπέρτ., Τζιυπρ. τραούδ. 2, 96. Συνών. γαρδαλώνω 1, γρυλλοματιˬάζω 1. 2) Μεταφ. ἐπὶ φυτῶν, άποκτῶ φύλλα ἢ ἄνθη Ἄνδρ. κ.ἀ.: Τὸ κλῆμα γουρλώνει (οἱ ὀφθαλμοὶ τῆς ἀμπέλου ἀρχίζουν νὰ ἀνοίγουν) Ἄνδρ. Συνών. ἀνοίγω 11. β) Ἑπὶ καρπῶν, ὡριμάζω Εὔβ. (Ἀνδρων.) κ.ἀ.: Τὰ σῦκα γουρλώκανε Ἀνδρων. γ) Ἐπὶ πηγῆς, παύω ὅλως νά ἐκρέω Στερελλ. (Κλών.): Γκύρλωσε ἡ πηγὴ τὰ μάτια τ᾽ς (ἡ πηγὴ ἐστείρεψεν ἀπὸ νερὸ καὶ ἔμεινε ἀνοιχτὴ). Πβ. γρυλλοκουκκιˬάζω. Συνών. ἀποστερεύω 2. 3) Παρατηρῶ τινα ἀσκαρδαμυκτί, προσβλέπω μὲ ὑπερμέτρως ἀνοιχτοὺς τοὺς ὀφθαλμοὺς Εὔβ. (Ἀνδρων.) Κρήτ. (Κίσ. Ρέθυμν. Σφακ): Εἶντα γουρλώνεις ᾽τσιδά; Ἀνδρων. Εἶdα γρυλλώνεις τὴ gοπελιˬά; δὲν εἶναι γιὰ τ᾽ ἀδόδιˬα σου! (Ρέθυμν.) Θωρεῖ τσὶ γαbες τῶ γυναικῶ καὶ γλυρώνει σὰν νὰ μὴν ἐξανάδε γυναῖκα Κίσ. Συνών. γρυλλίζω (Ι). 4) Βλέπω, παρατηρῶ ἀτενῶς Μακεδ. (Πεντάλοφ.) Β) 1) Πνίγομαι, αἰσθάνομαι πνιγμονὴν ἕνεκα ἀνωμάλου καταπόσεως ἢ βηχὸς ἢ στραγγαλισμοῦ καὶ ἐξ αὐτῆς τῆς αἰτίας ἀνοίγω ὑπερβολικὰ τοὺς ὀφθαλμούς μου Ἄνδρ. Θεσσ. (Ἀετόλοφ. Καλαμπάκ.) Θρᾴκ. (Σουφλ.) Ἰκαρ. Ἴμβρ. Μακεδ. (Δασοχώρ. Δεσκάτ. Καταφύγ. Καστορ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Καλάμ.) Σάμ. Σαμοθρ. Στερελλ. (Ἀχυρ.) -Γ. Μπακάλ., Καναγκ. Καστορ., 37: Νερό, νερό, φέρτε, γιˬατὶ γρύλλωσα Ἄνδρ. Νιρό, μουρέ, κὶ γκουρλώθ᾽κα! Ἀχυρ. Γουρλώθ᾽κι μαναχός τ᾽ αὐτός! αὐτόθ. Θὰ γκουρλουθῇς, μαρέ, μὶ τοὺ ψουμὶ Καλαμπάκ. Τρῶγι σιγὰ-σιγά, κὶ θὰ γκουρλουθῇς Σουφλ. Σιγὰ-σιγά, θὰ σταματήσ᾽ ᾽ς τοὺ λιμό σ᾽ ἔτσ᾽ ἀποὺ τρῶς κὶ θὰ γκουρλουθῇς Δασοχώρ. Ἔβαλι ἕναν τόνου φαΐ κὶ γκουρλώθ᾽κι Δεσκάτ. Δῶστι μ᾽ νιˬό, κί γκούρλουσα! (νιˬὸ = νερὸ) Σαμοθρ. Ἔφαγα μιˬὰ μουγκουσιˬὰ κὶ γρυλλώθ᾽κα Καταφύγ. Ἅμα βηχάῃ πουλὺ κὶ δὲν μπουρῇ νὰ πάρ᾽ ἀνάσα, πάει, λέμι, γκουρλώθ᾽ κι αὐτὸς Ἀετόλοφ. Μὴ gαταπίνῃς κανένα ἄανο, γιˬατὶ θὰ γρυώσῃς Ἀπύρανθ. Θαρρεῖ κἀνεὶς πὼς θὰ γρυωθῇ, ὅdε τραγουδεῖ αὐτόθ. Ἤπιˬασέ με ἕνας βῆχος καὶ κόdευγε νὰ γρυώσω αὐτόθ. Μὴ δέ᾽ς τοὺ πρᾶμα ἀπ᾽ τοῦ λιμό, γιˬατὶ θὰ γκουρλουθῇ (πρᾶμα = ζῷον) Καστορ. Κοdοδεμένο ᾽ν᾽ τὸ ζῷ, μόνου πάαινε μολιφίκαρε τὸ σκοινί, νὰ μὴ γρυλλώσῃ (μολιφίκαρε = χαλάρωσε) Ἀπύρανθ. Ἄκουε, ὁ γρυλλωμένος, πῶς δὲν σωπαίνει! αὐτόθ. (γρυλλωμένος = πού εἴθε νὰ πνιγῇ!) || Ποίημ. Τὰ κόκκαλα νὰ τὰ τηράῃ, | μὲ ἔγνοιˬα νὰ τὰ βγάνῃ, μ᾽ ἕνα μπορεῖ νὰ γκουρλουθῇ, | ᾽ς τὸν γκούσμαρο ἃν πάνῃ Γ. Μπακάλ., ἔνθ᾽ ἀν. 2) Μεταβ., ἀποπνίγω τινά, στραγγαλίζω διὰ τῶν χειρῶν, σφίγγω τινὸς τὸν λαιμόν, ὥστε νὰ ἀνοίξῃ τὰ μάτια του Ἤπ. (Κόνιτσ.) Θεσσ. (Καλαμπάκ.) Θρᾴκ. (Σουφλ.) Μακεδ. (Βλάστ. Καστορ. Νάουσ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Στερελλ. (Ἀχυρ.) Τῆν. (Πάνορμ.) - Γ. Μπακάλ., Καναγκ. Καστορ., 25: Τοὺν ἔπιˬασι ᾽ποῦ τοῦ λιμὸ κὶ τοὺν γκούρλουι Σουφλ. Σώπα, κακορρίζικο, ᾽ιˬὰ θὰ σὲ πιˬάσω νὰ σὲ γρυώσω! Ἀπύρανθ. Οἱ ν᾽φίτσις γκρ᾽λλώ᾽ν τὰ π᾽λλάκιˬα κὶ τὶς κλουσσαριˬὲς Καστορ. Θὰ σὶ γκουρλώσου! Καλαμπάκ. Θὰ σὶ γκουρλώσου, κιˬαρατᾶ, ἂν ξανακρί᾽ς (θὰ σὲ πνίξω, ἂν ξαναμιλήσῃς) Ἀχυρ. Ἡ ἀλούπα γκούρλωσε τὶς κόττες μας Καστορ. Τοὺν ἰγρύλλουσιν ᾽ς τὴ γουνιˬὰ κὶ κόdιβι νὰ τούν-ι-πνίξῃ Πάνορμ. Πάει ὁ βοσκὸς, γρυώνει κανένα μεγάλο dράο gαὶ πάει τονε τοῦ παππᾶ (ἐκ παραμυθ.) Ἀπύρανθ. || Φρ. Ἀλλοί, κακοθάνατε, ποὺ νὰ σὲ γρυώσουνε τὰ δυˬό σου χέρια! (ἀρὰ) αὐτόθ. || Ποίημ. Μόκος, σουκιˬοῦτι, εἰδεμή, | σὲ γκούρλουσα καημένη Γ. Μπακάλ., ἔνθ᾽ ἀν. β) Κάμνω τινὰ νὰ σιγήση, κάμνω τι νὰ σβήση κ.τ.ὅ. Θεσσ. (Λάρ.) Μακεδ. (Δασοχώρ. Δεσκάτ.) κ.ἀ.: Γκούρλουσ᾽ τουν, δὲν μπουρῶ νὰ τοὺν ἀκούου! (διὰ τὸν ἐκφωνητήν τοῦ ραδιοφώνου) Λάρ. Γούρλουσ᾽ τοὺ τσιγάρου, θὰ βά᾽ς κανιˬὰ φουτιˬά! Δεσκάτ. Φτά᾽, γούρλουσ᾽ τοὺ τσιγάρου, μᾶς gάβουσις μὶ τοὺν gαπνό! αὐτόθ. γ) Οἰκειοποιοῦμαι τι παρανόμως Θρᾴκ. (Σουφλ.) κ.ἀ. 3) Μέσ., κατεπείγομαι, τῆς σημασίας προελθούσης ἐκ τῆς ἀγωνίας ὑφ᾽ ἧς κατέχεται ὁ ἐπειγόμενος, γρυλλώνω τρόπον τινὰ ἐκ τῆς ἀγωνίας τοὺς ὀφθαλμούς μου Μακεδ. (Βλάστ.): Δὲν ἀδε͜ιάζου, γκουρλώνουμι. Συνών. πνίγομαι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/