ἀπεκεῖ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπεκεῖ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀπεκεῖ ἐπίρρ. κοιν. καὶ Καππ. Πόντ. ἀπικεῖ βόρ. ἰδιώμ. ἀπεκε͜ιὰ Καππ. (Ἀξ.) ἀπεκεινὰ Χίος ἀπεκεινὰς Πόντ. (Ἀμισ.) ἀπεκειχὰ Πόντ. (Χαλδ.) ἀπακεῖ Πόντ. (Χαλδ. Τραπ.) ἀπατειχὰ Πόντ. (Ὄφ.) ἀπέκει πολλαχ. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. κ.ἀ.) ἀπέ’ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Σκόπ. ἀπέκε͜ια Ἤπ. Θήρ. Θρᾴκ. (Αὐδήμ.) Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. κ.ἀ.) Κίμωλ. Μακεδ. Μῆλ. Νάξ. Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.) Σίφν. ΣΖαμπελ. ᾌσμ. Δημοτ. 700 ἀπέκε͜ιο Βιθυν. Θήρ. Θρᾴκ. (Σηλυβρ. κ.ἀ.) Ἰων. (Καράμπ. Σμύρν.) Ἰθάκ. Ἰκαρ. Κάλυμν. Λευκ. Μύκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Βόθρ. Τρίποδ. κ.ἀ.) Χίος ἀπίκε͜ιο Βιθυν. (Ἀρβανιτοχ.) Κάλυμν. ἀπέκεις Κρήτ. ἀπέκε͜ιος Τῆν. ἀπέκε͜ιου Προπ. (Κύζ.) ἀπεκε͜ιοῦ Καππ. (Φλογ.) ἀπέκα Κῶς ἀπέκας Κῶς ἀπέκο Ρόδ. Τῆλ. ἀπεκοῦ Καππ. (Μαλακ.) ἐπεκεῖ Πόντ. (Κοτύωρ. Κρώμν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἐπέκει Πόντ. (Οἰν.) ἐπετεῖ Πόντ. (Ὄφ.) ἀποκεῖ κοιν. ἀπουκεῖ βόρ. ἰδιώμ. ἀποκε͜ιὰ Κρήτ. Κύθηρ. ἀποκὲ Κρήτ. ἀπόκει Ἀθῆν. (παλαιότ.) Βιθυν. (Κατιρ.) Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. κ.ἀ.) Κρήτ. Λευκ. Σέριφ. ἀπόκε͜ια Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. Κάτω Γαρ. κ.ἀ.) Κρήτ. ἀπόκε͜ιο Νάξ. –ΜΚρίσπη Χόρτα 241 ἀπόκεις Κρήτ. ἀπόκε͜ιας Κρήτ. ἀπόκα Κάρπ. Κῶς Λέρ. –ΣΚαρτεσ. Καρπάθιος 54 ἀπόκο Ρόδ. ἀπόκον Ρόδ. ἀκόπο Ρόδ. ἀποκειδὰ Κρήτ. ἀπόκειδα Κρήτ. ἀποκειδανὰ Σῦρ. ἀποκειδὲ Κρήτ. ἀπόκαδὰ Κῶς ἀπουτικεῖ Μακεδ. (Σιάτ.) ἀπέτσει Λέσβ. ἀπέτει Χίος (Μεστ.) ἀπέτσα Θήρ. ἀπέτσο Θήρ. ἀπέτσος Χίος ἀπίτζει Καππ. ἀπέιτσ’ Λέσβ. ἀπίτσε͜ιο Κάλυμν. ἀπιτὰ Καππ. (Φάρασ.) ἀποτσεῖ Ἀπουλ. (Καλημ.) Κύθν. Μύκ. Σῦρ. ἀπουτεῖ Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀποτσεῖς Κύθν. ἀπουτσε͜ιὰ Κάλυμν. ἀποτσειδὰ Ἄνδρ. ἀπότσει Κάσ. ἀπότσεις Ἀθῆν. (παλαιότ.) ᾽πεκεῖ Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Πόντ. (Χαλδ.) ’πεκεῖς Α.Ρουμελ. (Ναίμον.) ᾿πέ᾿ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. κ.ἀ.) ’πέκε͜ια Ἴμβρ. Σαμοθρ. ᾿πεκεινὰ Θρᾴκ. (Γέν. Σαρεκκλ.) ’πακε͜ιὰ Μακεδ. (Χαλκιδ.) ᾿πόκα Κῶς ᾽πόκαδὰ Κῶς ’πόκο Ρόδ. ᾿πόο᾽ Σαμοθρ. ᾽πέτσος Σῦρ. ’ποτσεῖ Εὔβ. (Κονίστρ.) Σέριφ. ᾿ποτεῖ Κύπρ. ’ποτε͜ιὰ Κύπρ. ᾿πούτσε͜ια Καλαβρ. (Μπόβ.)
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίρρ. ἀπεκεῖ, παρ’ ὃ καὶ ἀπέκει. Ὁ τύπ. ἀπέκεις καὶ ἐν ᾿Ερωφίλ. πρᾶξ. Ε σημείωσ. (ἔκδ. ΚΣάθα σ. 465), ὁ ἀπόκει καὶ ἀπόκεις καὶ ἐν ᾽Ερωτοκρ., ὁ δὲ ἀπέκ͜ειο, ἀπέκ͜ειος καὶ ἀποκεῖ καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Τοπικῶς ἐπὶ κινήσεως ἀπὸ τόπου, ἐξ ἐκείνου τοῦ μέρους, ἐκεῖθεν κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Φάρασ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Γύρισε-ἔφυγε-ἦρθε ἀπεκεῖ ἤ ἀποκεῖ κοιν. Ἀπέκει ἦρθε Ἤπ. Φεύγ’ ἀπόκε͜ια νὰ μὴν πάρω τὸ ξύλο! Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Ἀποκε͜ιὰ κιˬ ἀπωδὲ Κύθηρ. Πέρακα ᾽ποτσεῖ τσαὶ δὲν τὸν εἶδα Κονίστρ. ’Πίασα σήμια ᾿πόο᾿ κὶ δὲ dοὺν γεῖδα Σαμοθρ. Ἄνου ᾿ποτσε͜ιὰ χαμαὶ (σήκω ἀπεκεῖ κάτω) Κύπρ. Τοῦ ᾿καμες σουρμὴ νὰ πάῃ τὸ νερὸ ἀπόκει (σουρμὴ=ὀχετὸς) Σέριφ. Ἀπουτικεῖ ἁπ’ βασ’λεύ’ οὑ ἥλιˬους ἀπουτικεῖ θὰ βαρέσ’ Σιάτ. Ἀπακεῖ ἀσ’ σὸ κεπὶν ἀπέσ’ (ἀπεκεῖ ἀπὸ τὸν κῆπον μέσα) Τραπ. Χαλδ. ’Επεκεῖ ἐπήγαμε ᾿ς ἕναν ὥραν ᾿ς σὸ χωρίον (ἀπεκεῖ μετέβημεν ἐν μιᾷ ὥρᾳ εἰς τὸ χωρίον) αὐτόθ. || Φρ. Ἀποκεῖ πάν κιˬ ἄλλοι (ἔγιναν ἄφαντοι) πολλαχ. || ᾌσμ. Ἐψὲς ἤμουν ᾿ς τοὺς οὐρανοὺς καὶ τώρᾳ ᾿γώ ’ρθ’ ἀπόκει Ἀργυρᾶδ. Κιˬ ἀπόκειδα ξεκίνησε κ᾽ ἔπαιζε τὸ dαούλι Κρήτ. Ἰψὲς ἤμαν ’ς τὴν ἰκκλησιˬὰ κι σήμιρ’ ἦρθ’ ἀπέκε͜ια Μακεδ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. ᾽Ιδ. Χρον. Μορ. Ρ2284 (ἔκδ. JSchmitt) «εὐτὺς ἀπέκει ἐξέβηκε, ὑπάει τῆς Καλαμάτας». Συνών. ἀπεκεῖθε 1. β) Ἐπὶ στάσεως ἐν τόπῳ, ἐκεῖ πολλαχ.: Ἀποκεῖ κάτσε Κεφαλλ. Νά, ἀποκεῖ ’πάνου εἶναι τ᾿ἀμπέλι Προπ. (Κύζ.) Καὶ μετὰ τοῦ ἄρθρ.: Εἶναι ᾽ς τ᾿ ἀποκεῖ χωριˬὸ-τὴν ἀποκεῖ μερεˬὰ (ἀντί: ’ς τὴν) Πελοπν. (Σουδεν.) Ἡ χρῆσις καὶ μεσν. Πβ. Προδρομ 2, 65 (ἔκδ. Hesseling-Pernot) «τὰ ἐσώτυπα, τὰ ἐξώτυπα, τὰ ἀπέδω καὶ τὰ ἀπέκει». γ) Ἀντὶ τῆς ἀντων. σὺ ἢ αὐτὸς κοιν.: Σὺ ἀπεκεῖ τί λές; Ἀπεκεῖ τί λέει; Δὲ βαρει͜έσαι καὶ σὺ ’πεκεινά; Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) δ) Ἐπὶ τῆς εἰς τόπον κινήσεως, πρὸς ἐκεῖνο τὸ μέρος, ἐκεῖσε σύνηθ. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ.): Ἄς πάῃ ἀποκεῖ ποῦ ᾿ρθε. Πήγαινε ἀποκεῖ ποῦ ’ρθες σύνηθ. Πῆρε dὴ ’ναῖκα τ᾽ τσαὶ τὴ bήαινε ἀποτσεῖ ποῦ θενὰ περάσουνε εὐτεῖ’ (ἐκ παραμυθ.) Μύκ. Παρατήρα ᾿ποτσεῖ, παρατήρα ᾿πωδὰ Πάφ. || ᾌσμ. ’Πεκεῖ ἀδὰ πῆ κλώκεται τὰ ἄσπρα φορεμένος Χαλδ. Πλέο dὲν εἶχαν τί κάμῃ μέσ᾽ ’ς τὴ χώρα τσ᾿ ἄγγισε ὁ τσαιρὸ νὰ πά ᾽πουτοῦ τσ’ ἀποτσεῖ (χώρα=χωριό, νὰ πά ᾿πουτοῦ τσ᾽ ἀποτσεῖ=νὰ πάν ἐδῶ κ’ ἐκεῖ, ἤτοι νὰ ξενιτευθοῦν) Καλημ. 2) Χρονικῶς α) Ἀπὸ τότε, ἔκτοτε Θρᾴκ. Καππ. (Φλογ.) Λέσβ. Πόντ. (Κοτύωρ.) Χίος κ.ἀ.: Ἀπέτσει τσ᾽ ὕστιρα Λέσβ. Ἐπεκεῖ κ᾿ ὑστερία Κοτύωρ. Ἀπεκεῖ καὶ πέρα δὲν τὸν εἶδα Χίος. β) Ἀκολοῦθως, ἔπειτα πολλαχ. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κρώμν. Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): ᾿Εφάγαμε κ᾽ ἤπιˬαμε κιˬ ἀπέκει βγήκαμε σιργιˬάνι Πελοπν. (Αἴγ.) Πάνε κιˬ ἀπέκει͜ο πέρασε ἀπεδῶ (πήγαινε κτλ.) Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Κιˬ ἀπέκει͜ο τί νὰ κάμωμὲνε; Χίος. Τὸν ἐσκοτώσανε κιˬ ἀπόκει͜ας τὸν ἐρρίξανε ’ς ἕνα bηγάιδι Κρήτ. Ἀφίνεις τὴ μυζήθρα νὰ ψήνεται μέσα ’ς τὸ καζάνι κιˬ ἀπόκεις τὴ μαζώνεις μὲ τὴ gουτάλα Κρήτ. Ἀπόκε͜ιας τσῆ παίζει μιˬὰ καὶ κόβγει τὴν ὀρά τζη (τσῆ παίζει μιˬὰ=τῆς δίνει μιˬὰ) αὐτόθ. ᾿Ηγέννησε καλὰ κιˬ ἀπέκει͜α ἠπόθανε Κίμωλ. Φωνάζει κἀμπόσον κιˬ ἀπόκον ἔρκεται πάλε Ρόδ. Ζυμώνομε τὸ τυρὶ τσ᾽ ἀποτσεῖ τὸ βάνομε ’ς τὴ bρουνιˬὰ (εἶδος πηλίνου δοχείου) Κύθν. Τ᾽ ἀμπέλιˬα τὰ κλαδεύουνε τὸ Φλεβάρι καὶ τὰ σκάφτουνε, ἀπέκει τὰ σκαλίζουνε ᾽Ιθάκ. Φάανε κ᾿ ἤπιˬανε κιˬ ἀπέκε͜ιο διˬάησαν Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Μοῦ χτύπησε νὰ σηκωθῶ τσ’ ἀπέτσο ἡσηκώθητσε τσ᾿ ἤφυε Θήρ. Κιˬ ἀπέκο μιλᾷς ’κόμα; Τῆλ. Νὰ λάβου ᾿γὼ μιˬὰ βουλὰ τὰ λιπτὰ ᾿ς τὰ χέριˬα μ᾿ κιˬ ἀπέκει ξέρου ᾿γὼ τί τὰ κάνου Σκόπ. Κάτσι κ’ ἔφαγι, ᾽πέκει͜α σ’κώθ’κι κ᾿ ἔφ’γι Σαμοθρ. Ἄ’πολωνέψωμε κιˬ ἀπίκε͜ιο πλεˬὸ ᾿ὰ πάμε μπρὸς Κάλυμν. Δέβα ἐσὺ κ’ ἐπεκεῖ ἔρχουμαι κ’ ἐγὼ Χαλδ. Ἄφ᾿ σ᾿ τὴν κοσσάραν ἂς καλοπαύν’ κ’ ἐπεκεῖ σπάεις ἀτεν (ἄφησε τὴν ὄρνιθα νὰ καλοπαχύνῃ καὶ ἔπειτα τὴν σφάζεις) Τραπ. Ἔρθαν εἴκοσ’ νομάτ’ κ᾿ ἔπεκεῖ ἔρθες ἐσὺ (δηλ. ἦλθες εἰκοστὸς πρῶτος) αὐτόθ. || Φρ. Ἀπίκε͜ιο πλεὸ (ἐπὶ τέλους) Κάλυμν. Τώρᾳ κιˬ ἀπέκει (οὐδέποτε) Λευκ. || Γνωμ. Πρῶτα φουρνὶν κ’ ἐπεκεῖ ἐγκλησίαν (ἐπὶ τοῦ ἐξ ἀνάγκης ἐργαζομένου κατὰ τὰς ἑορτὰς καὶ διὰ τοῦτο μὴ δυναμένου νὰ ἐκκλησιάζεται) Τραπ. Χαλδ. || Παροιμ. ᾬβασον κ’ ἐπεκεῖ κακάντσον (γέννησε ἀβγὸ καὶ κατόπιν κακκάρισε. Πρὸς τὸν κομπάζοντα δι’ ἔργα τὰ ὁποῖα ἀκόμη δὲν συνετελέσθησαν) αὐτόθ. Πρῶτα πίνει ὁ κερναστὴς κιˬ ἀπέκει δί᾿ τὸν ξένον (συνών. φρ. ὁ παππᾶς πρῶτα τὰ γένε͜ια του βλογάει) Κερασ. || ᾌσμ. Κιˬ ἀπέκει πῆγε σπίτι dους, dὴ μάννα dης ξετάζει Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Ὅπου ᾿ς ἀγάπη θὰ βαλθῇ ἐμένα νὰ ρωτήσῃ καὶ νὰ τοῦ εἰπῶ τὰ πάθηˬα μου κιˬ ἀπέκε͜ια ν᾿ ἀγαπήσῃ Αργυρᾶδ. Δὲν ἦτο κρῖμ’ οἱ βάρβαροι ἀπάνω σου ν᾿ ἀράξου κιˬ ἀπόκε͜ιας Τοῦρκοι νά ’ρθουσι γιˬὰ νὰ σ’ ἀπορρημάξου! Κρήτ. Ἀκόμα δὲν τὸν ηὕρηκες τὸ μάνταλο ν᾽ ἀνοίξῃς νὰ μᾶσε δώσῃς τὰ λεφτὰ κιˬ ἀπέκε͜ιο νὰ σφαλίξῃς Ἀπύρανθ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Πρόδρομ. 3,211 (ἔκδ. Hesseling-Pernot) «ἐκόλλησε καὶ ἀπέκει οὐκ ἀνασπᾶται». γ) Τότε Καππ. Κορσ. Σίφν.: Ἀπέκει͜α εἶχα τὰ κατσίκιˬα, ἤτανε κακοχρονιˬὰ Σίφν. || ᾌσμ. Ἄν εἶσαι σὺ ὁ ἄντρας μου, ἄν εἶσαι ὁ καλός μου, πές με σημάδιˬα τοῦ σπιτιˬοῦ κιˬ ἀπέκει νὰ σ᾽ ἀνοίξω Σινασσ. ’Πόντεν ἰδῇς τὴν θάλασσα νὰ γίνῃ περιβόλι, ἀπέκει ἀκαρτέρα με νὰ πάμ’ μαζὶ ᾿ς τὴν Πόλι Κορσ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Γαδὰρ. διήγ. στ. 155 (ἔκδ. Wagner σ. 128) «βλέπε καλὰ τὴν στράτα σου, θώρειε τὸν μπούσσουλά σου, | νὰ μὴν παραστρατίσωμεν κι ἀπέκει σφάκελά σου». 3) Ἄλλως Ἴμβρ. Κίμωλ. Κῶς Σίφν. Σκόπ.: Ἔλα ποῦ ᾿μι ἀνήbουρους, ’πέκει͜α ἤξιρα ᾿γὼ τί θά ’κανα! Ἴμβρ. Δὲ μπουρεῖ οὑ πατέρας-ι-μ’, ἀπέκει ἤρχουμ᾽να ᾿γὼ τρέχουντα Σκόπ. Κιˬ ἀπέκε͜ια ὅσοι πλερώνουν κυρᾶδες οἱ κακόμοιροι, ὅλο κακὸ εἶναι Κίμωλ. 4) Ἐν τούτοις, παρὰ ταῦτα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Μάν.): ᾽Εκαμώνουdὰνε πῶς θέλει νὰ φύῃ κι ἀπέκ͜ειο δὲν ἤφυε Ἀπύρανθ. || ᾎσμ. Μ’ ἔδερνε καὶ μ᾿ ἐμάλουνε καὶ μὲ τὰ βόιδα μ’ ἔστελνε... μὲ πάγουρα καὶ μὲ βροχὲς κιˬ ἀπέκει δὲν ἐπέθαινα (ἐκ μοιρολ.) Μάν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA