γρύμψος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρύμψος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γρύμψος ἐπίθ. ἀμάρτ. γρύμος Πόντ. (Ματζούκ. Σάντ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. γρὺψ = μυθικὸν πτηνὸν μὲ ράμφος κυρτὸν. Διὰ τὸν ἀναβιβασμὸν τοῦ τόνου βλ. τὸ Βυζαντ. γρύψος εἰς Βέλθανδρ. καὶ Χρυσάντζ. 315 (ἔκδ. Μαυροφρ.) «ἐξαίφνης κατεπέτασεν ὁ γρύψος ἐκ τοῦ τόπου».

Σημασιολογία

Ἰσχνός, ἀδύνατος ἔνθ᾽ ἀν.: Πολλὰ γρύμος ἔν᾽ (πολύ ἀδύνατος εἶναι) Ματζούκ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/