δαιμονεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαιμονεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

δαιμονεύω Πελοπν. (Μαραθ.) διμουνεύου Στερελλ. (Ἀρτοτ.) δομαινεύω Καππ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δαίμονας. Ὁ τύπ. δομαινεύω ἐξ ἀντιμεταθέσεως.

Σημασιολογία

Δαιμονίζομαι, τρελλαίνομαι ἔνθ᾿ ἀν. : Τώρα διμόνιψιν ἡ κόσμους, εἴμαστι χειρότιροι Στερέλλ. (Ἀρτοτ.) Δομαινεύτη! (ἐτρελλάθη) Καππ. || ᾎσμ. Δὲν ἔχω τί παdρεύεται, | ἡ σκύλλα δαιμονεύεται, μόν᾿ ἔχω πὼς μ᾿ ἐκάλεσε, | κουμπάρα μὲ προσκάλεσε ὤχ, τὰ στέφανα ν᾿ ἀλλάξω | καί νὰ μὴν ἀναστενάξω Πελοπν. (Μαραθ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/