δαιμονιˬακὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαιμονιˬακὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
δαιμονιˬακὰ ἐπίρρ. Λεξ. Δημητρ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. δαιμονιακός.
Σημασιολογία
1) Κατὰ τρόπον πονηρόν, κακὸν ἔνθ᾿ ἀν.: 2) Μεταφ., εὐφυῶς, κατὰ τρόπον ἐφευρετικόν, ἰδίως ἐπὶ κακοῦ ἔνθ᾿ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA