γυˬαλᾶς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυˬαλᾶς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γυˬαλᾶς ὁ, πολλαχ. γυˬαλ-λᾶς Εὔβ. (Κουρ. κ.ἀ.) Κάλυμν. Κάρπ. Κάσ. Κῶς Λειψ. Λέρ. Μεγίστ. κ.ἀ. γυˬαλιˬᾶς Χίος (Βροντ.) - Λεξ. Βλαστ. 352.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γυˬαλὶ καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ᾶς. Ὁ τύπ. γυˬαλιˬᾶς καὶ εἰς Βλάχ.

Σημασιολογία

1) Ὁ πωλῶν ὑάλινα εἴδη πολλαχ.: Ἅμα περάσῃ ὁ γυˬαλᾶς, νὰ μοῦ θυμίσῃς νὰ πάρω μιˬὰ καράφα Ἀθῆν. || Φρ. Οἱ γυˬαλᾶδες κλέφτες θὰ γίνουν; (ἐπὶ τῶν παρηγορούντων αὐτούς, οἱ ὁποῖοι ἐξ ἀπροσεξίας θραύουν ὑάλινα σκεύη) Πελοπν. (Λακων.) 2) Ὁ τεχνίτης ἢ ὁ ἐργάτης ὑαλουργείου Σῦρ. (Ἑρμούπ.) κ.ἀ. 3) Ὁ τεχνίτης ὁ ἐφαρμόζων τοὺς ὑαλοπίνακας τῶν παραθύρων Λεξ. Βλαστ. 352. Συνών. τζαμᾶς. 4) Ὁ ἁλιεύς, ὁ ὁποῖος ἁλιεύει μὲ τὴν βοήθειαν ἁλιευτικοῦ φακοῦ, γυˬάλας (διὰ τὸ ὁπ. βλ. γυˬάλα 3) Κάλυμν. Κάρπ. Κάσ. Κῶς Λειψ. Λέρ. Μεγίστ Ὁ Συμεὸς εἶναι γ-γυˬαλ-λᾶς, ψαρεύτει μόνομ- μὲ γυˬάλ-λα Κῶς. Συνών. γυˬαλατζῆς. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Τοῦ Γυˬαλ-λᾶ τὸ Καψάλι Κάρπ. καὶ Γυˬαλ-λᾶδες Ἀμοργ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/