δαιμονιˬάρης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαιμονιˬάρης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
δαιμονιˬάρης ἐπίθ. Αἴγιν. Θρᾴκ. Κάρπ. Κορσ. Κρήτ. (Κίσ. Σέλιν.) Κύθν. Μύκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελόπν. (Γορτυν. Καλάβρυτ. Μάν. Στεμν. κ.ἀ.) Ρόδ. Χίος - Μ Φιλήντ., Γλωσσογν. Β, 121 - Λεξ. Βάιγ. Μπριγκ. Βλαστ., 399 Δημητρ. διμουνιˬάρ᾿ς Α. Ρουμελ. (Καρ.) Ἤπ. (Δωδών. Μελιγγ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Ζαγορ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Λέσβ. Μακεδ. (Ὄλυμπ. κ.ἀ.) Σάμ. λαιμονιˬάρης Προπ. (Μαρμαρ.) Θηλ. δαιμονιˬαρὲ Δ. Κρήτ. δαιμονιˬαρὰ Α. Κρήτ.
Ετυμολογία
Τὸ Βυζαντ. ἐπίθ. δαιμονιˬάρης.
Σημασιολογία
1) Ὁ μανιακός, ὁ δαιμονισμένος ἔνθ᾿ ἀν.: Βρὲ διμουνιˬάρ᾿, ξιμουριˬασμένι, πά᾿ ᾿ὲν εἶσι, βρέ, μὶ τὰ καλά σ᾿; Λέσβ. Μ᾿ αὐτὴ θὰ τὰ βάλῃς; εἶναι μιὰ δαιμονιˬαρά, ἔχε τὰ μέdε σου (= τὸν νοῦ σου) Α. Κρήτ. || Παροιμ. Ὁ τρελλὸς τὸ δαιμονιˬάρη σὰν τὰ μάτιˬα του τὸν ἔχει (ἐπὶ συμπαθείας ἐκδηλουμένης μεταξὺ ὁμοίων) Αἴγιν. || Αἰνίγμ. Ἀναχαίνει μαλλιˬαρὸς καὶ μπαίνει δαιμονιˬάρης (ὁ ἀσκὸς πληρούμενος οἴνου) Χίος. Στραβανάποδος πατέρας, πανέμορφος γιˬὸς καὶ δαιμονιˬάρης ἔγγονος (τὸ κλῆμα, ἡ σταφυλή, ὁ οἶνος) Χίος. Τὸ αἴνιγμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. || ᾌσμ. Καὶ δαιμονιάρης κι ἂν γενῶ καὶ τὰ βουνὰ κι ἂν πάρω, τὴ θυγατέρα π᾿ ἀγαπῶ γυναῖκα θὰ τὴν πάρω Πελοπν. Τὸ βλέμμα σου τὸ ταπεινὸ καὶ τ᾿ ἄσπρο σου ποδάρι, αὐτὰ τὰ δυˬὸ μ᾿ ἐκάμασι ωὸ καὶ δαιμονιˬάρη Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Τὰ μάτιˬα σου μὲ κάνουνε τρελλὴ τσαὶ δαιμονιάρα τσαὶ πά᾿ νὰ λύσω τὸ στσοινὶ τσ᾿ ἐγὼ λυῶ τὰ μιτάρια Μύκ. Ὁ ἔρωτάς σου μ᾿ ἔκαμε λωλὸ καὶ δαιμονιˬάρη, ὥστα νὰ πιˬάσω τὸ χαρτί, πέφτει τὸ καλαμάρι Κάρπ. 2) Μεταφ., ὁ εὐφυὴς καὶ δραστήριος Πελοπν. (Γορτυν.): Ἡ ἀδύνατη γῆ θέλει νοικοκύρη δαιμονιˬάρη. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. ᾿Σ τ᾿ Διμουνιˬάρη Ἤπ. (Δωδών. Μελιγγ.) ᾿Σ τοῦ Δαιμονιˬάρη τὸ Σπήλιο Δ. Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA