γλιστρίτσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλιστρίτσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γλιστρίτσα ἡ, Πελοπν. (Καρδαμ. Μάν. Ξεχώρ.) Μακεδ. Νάξ. (’Απύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γλίστρα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ίτσα.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἀμανίτης γλιστρίτης Πελοπν. (Καρδαμ.) Συνών. εἰς λ. γλινίτης, γλιστρίτης 1α. 2) Ὁ Σκώληξ ὁ γήινος (Lumbricus terrestris) Πελοπν. (Καρδαμ. Μάν. Ξεχώρ.): Σκάψε τὸ κοπρόχωμα νὰ βγάλῃς καμιˬὰ γλιστρίτσα, γιˬὰ νὰ δολώσωμε τ᾿ ἀdζίστριˬα (διὰ τὴν σύλληψιν κιχλῶν) Καρδαμ. Ξεχώρ. Συνών. βλ. εἰς λ. γλιστριˬὰ 3. 3) Εἶδος πέπονος στρογγύλου καὶ λείου, χρώματος πρασινωποῦ Νάξ. 4) Εἶδος χόρτου Πελοπν. (Μάν.) 5) Τὸ ζυμαρικὸν χυλόπιττα Μακεδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA