γυˬαλερὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυˬαλερὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γυˬαλερὸς ἐπίθ. Κρήτ. (Πεδιάδ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Ἰτέα) –Σ. Πασαγιάνν., Ἀντίλ., 30 γυˬαλ-λερὸς Κύπρ. γυˬαλιρὸς Θέσσ. (Πήλ) Θρᾴκ (Αἶν) Στερελλ. (Ἅγιος Κωνσταντ. Αἰτωλ. (Ακαρν.) γυˬαλτερὸς Ἀστυπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γυˬαλὶ καὶ τῆς παραγωγ. Καταλ. –ερός. Διὰ τὸν τύπ. γυˬαλτερὸς βλ. Α. Καραναστ., Λεξικογρ. Δελτ. 8 (1958), 118.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἔχων τήν στιλπνότητα ὑαλου, ὁ στιλπνὸς Ἀστυπ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Κρήτ. (Πεδιαδ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) –Σ. Πασαγιάνν., ἔνθ᾽ ἀν.: Αἴνιγμ. Μιˬὰ κοπέλα γυˬαλερὴ ǀ κάθεται καὶ τραγουδάεῖ, Μέρα νύχτα λογαριˬάζει ǀ καὶ ποτὲ τζη δὲν ἀδε͜ιάζει (ὡρολόγιον) Πεδιάδ. ‖ ᾌσμ. Γιˬὰ νὰ σ᾽ἔχου καὶ τήν Πέφτη ǀ σὰν τοὺ γυˬαλιρὸ καθρέφτη Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Συνών. γυˬαλιστερὸς 1, γυˬαλιστὸς 1. 2) Οὐσ., πέτρωμα περιέχον κρυστάλλους γύψου Κύπρ. 3) Εἶδος ἐπιτραπεζίων ἐλαιῶν χρώματος μελανοῦ μὲ λίαν στίλβουσαν ἐπιφάνειαν Θεσσ. (Πήλ.) Στερελλ. (Ἅγιος Κωνσταντ. Ἰτέα): Ἔχου πέντι φουρτώματα γυˬαλίρες γιὰ πουλ᾽μα Πήλ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γυˬαλ-λερὰ Κύπρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA