γυˬαλὶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυˬαλὶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γυˬαλὶ τό, γυˬαλὶν Πόντ. (Ἴμερ. Κοτύωρ. Χαλδ.) γυˬαλ-λὶν Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Χίος (Καρδάμ.) γυˬαλὶ κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ. Καστριν. Μελπιν. Στερνατ. Τσολλῖν) Πόντ. (Κερασ.) Τσακων. (Μέλαν. Χαβουτσ.) γυˬαλ-λὶ Δωδεκάν. (Λειψ.) Κῶς Μεγίστ. Ρόδ. Σύμ. Τῆλ. Χίος (Ἀρμόλ. Πυργ.) γυˬα-ὶ Δονοῦσ. γυˬαλ-λd ὶ Κῶς Νίσυρ. Ρόδ. κ.ἀ. γυˬαλτὶ Ἀστυπ. gυˬελὶ Ἀπουλ. (Κοριλ.) γυˬελὶ Ἀπουλ. (Κοριλ.) Ἤπ. Μακεδ. (Καστορ.) gυˬελὶ Ἀπουλ. (Κοριλ. Μαρτ.) gελὶ Ἀπουλ. (Μαρτ.) ᾽υˬαλὶ Κάσ. Κύθηρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πληθ. γυˬαλὰ Θρᾴκ. (Πύργ.) γυˬαλgιˬὰ Ρόδ. κ.ἀ. γυˬαλτιˬὰ Κάρπ. Κῶς Ρόδ. κ.ἀ. γυˬαλτζὰ Ἀστυπ. γυˬαgιˬὰ Σίφν. γυˬαγιˬὰ Ἰκαρ. Κέρκ. Κίμωλ.
Ετυμολογία
Τὸ Βυζαντ. οὐσ. γυˬαλί. Διὰ τὸν τύπ. γυˬαλτὶ βλ. Α.Καραναστ., Λεξικογρ. Δελτ. 8 (1958), 118.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) Ὕαλος κοιν. καὶ Πόντ (Κερασ. κ.ἀ.) Τσακων.: Χοντρὸ-λεπτὸ- καθαρὸ-θαμπὸ-σκοῦρο-μαῦρο-χρωματιστὸ γυˬαλὶ. Θάμπωσε-ράισε-ἔσπασε τὸ γυˬαλὶ κοιν. Κράτει το ὄμορφα τὸ γυˬαλ-λὶν νὰ μὴν gοπῇς Κῶς Θαbὸ εἶναι τὸ ᾽υˬαλὶ τοῦ κατρέφτη σας Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Εἷναι χάμου ᾽να σπασμένο γυˬαλὶ Πελοπν. (Βερεστ.) Τοὺ πιδὶ ἰκεῖνου βαστᾷ ἕνα κουμμάτ᾽ γυˬαλὶ κὶ παίζ᾽ Τῆν. ‖ Φρ. Τὸ μάτι του ἔγινε γυˬαλὶ νὰ περιμένῃ (προσηλωμένον πρὸς τὸ αὐτὸ σημεῖον ἐπὶ μακρόν, άπεκρυσταλλώθη ὡς ἡ ὕαλος) Κρήτ. Σὰ dὸ ᾽υˬαλὶν ἐρράισεν ἡ κακορρίζικη, ὅdε τζ᾽ εἶπα bὼς ἐπαdρεύτην ὁ Μιχάλης Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ‖Παροιμ. φρ. Οὑ ἄνθρουπους εἶνι σὰν τοῦ γυˬαλί, ράισι, πάει δὲ ξαναγένιτι (ἐπὶ ἀνιάτως νοσοῦντος) Στερελλ. (Αἰτωλ) ᾽Εγόιν του τοῦ γυˬαλιˬοῦ ᾽σὰν ραΐσῃ (ἐγόιν = ἀλλοίμονον. συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Κρήτ. Νὰ μὴ ραγίσ τοὺ γυˬαλὶ (ἐπὶ διακοπεισῶν φιλικῶν σχέσεων, αἱ ὁποῖαι δυσκόλως ἐπαναλαμβάνονται) Λέσβ. Νὰ μὴ ραΐσῃ τὸ γυˬαλί, ἐρράισε, πάει καλιˬὰ του (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πελοπν. (Γαργαλ.) Ἡ παροιμ. φρ. εὶς παραλλαγ. πολλαχ. || Παροιμ. Γυˬαλὶ, μαλλὶ καὶ σίδερο τιμὴ δὲν ἔχει καὶ χαρά ᾽ς τον ποὺ τὰ ξετιμάει (ἐπὶ τῶν δι᾽ ἐμπειρίας πάντοτε ὠφελουμένων) Πελοπν. (Μέσσην. κ.ἀ.) || Γνωμ. Ἡ τύχη καὶ τὸ γυˬαλὶ δὲ βαστοῦν πολὺ (ἐπὶ τῶν άσταθὥν καὶ εὐμεταβλήτων πραγμάτων) Ι. Βενιζέλ., Παροιμ.2, 109.242 Ἡ γυναῖκα θέλει φύλαμα σὰν τὸ γυˬαλὶ (διὰ τὴν εὐπάθειαν τῶν γυναικῶν) Πελοπν. (Σκορτσιν.) || ᾌσμ. Ἀποὺ ψηλὰ νὰ gριμιστῇ κὶ χαμηλὰ νὰ πέσῃ, σὰ dοὺ γυˬαλὶ νὰ ραϊστῇ, σὰ dοὺ κιρὶ νὰ λε͜ιώσῃ Θρᾴκ (Αἶν.) Ἄ ᾽ταν ἡ θάλασσα γυˬαλ-λὶg-gαὶ τὸ γυˬαλ-λὶg -gατρέφτης, ᾽ὰ θώρου d-dὸ πουλλάκι μ-μου σὲ τί κρεββάτ-ιμ bέφτει (᾽ὰ θώρου = νὰ ἔβλεπα) Σύμ. Νά ᾽ταν τ᾽ ἀστήθι μου γυˬαλί, νὰ ᾽δῇς τὰ σωθικά μου, νὰ δῇς γιˬὰ ποιˬὸ μαραίνουdαι τὰ φύλλα τσῆ καρδιˬᾶς μου Κρήτ. β) Θραῦσμα ὑάλου, συνηθέστερον κατά πληθ., κοιν.: Τῆς ἔπεσε τὸ ποτήρι ἀπὸ τὸ χέρι κ᾽ ἔσπασε κ᾽ ἐγέμισε ὁ κόσμος γυˬαλιˬά. Μοῦ μπῆκε ἕνα γυˬαλὶ ᾽ς τὸ πόδι κοιν. Ἔσπασε τὸ λαμπόγυˬαλο καὶ γιˬόμισ᾽ ἡ κάμαρη γυˬαλιˬὰ Πελοπν. (Γαργαλ.) || Φρ. Τά ᾽καμε γυˬαλιˬὰ καρφιˬὰ (ἐπὶ πλήρους ἀποτυχίας, ἐπὶ χρεωκοπίας) κοιν. Τά ᾽καμε γυˬαλιˬὰ καρφιˬὰ καὶ πέταλα καὶ χτένιˬα (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ἰόνιοι Νῆσ. γ) Κατὰ πληθ., θραύσματα πιάτων, ἐκ τῆς στιλπνότητός των Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Πᾶμε νὰ μαζώξωμε γυˬαλιˬά, νὰ κάμωμε τζὶ κουνιˬάδες (μεταξὺ παίδων). 2) Ὑαλοπίναξ Θεσσ (Ἀνατολ.) Ἐρεικ. Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. Κάβ. Καρουσ. Περουλ. Σιν. κ.ἀ.) Μαθράκ. Ὀθων. Παξ. Πόντ. Προπ. (Μαρμαρ.): ᾌσμ. Πού ᾽ν᾽ τὰ σπίτχιˬα τὰ πουλλὰ | παραθύργιˬα μὲ γυˬαλιˬὰ Ἀνατολ. Θέ᾽ νὰ παρ᾽ ἕνας βοριˬὰς | νὰ τσακιστοῦνε τὰ γυˬαλιˬὰ Μαρμαρ. Ἡ σημ. καὶ εἰς ἔγγρ. τοῦ 1770 τῆς Μονῆς Σπηλαίου Μακεδ. «ἐφτείασεν καὶ τὰ γυαλιˬὰ εἰς τὴν ἐκκλησίαν». β) Κατὰ πληθ., αἱ ἀναφωτίδες τῆς πρώρας καὶ τῶν πλευρῶν τοῦ πλοίου Α. Σακελλ., Ἐγχειρ. ἀρμενιστ., 20: Γυˬαλιˬὰ τῆς κουβέρτας - τῆς μπάντας. Συνών. φινεστρίνι. 3) Ὑάλινον σκεῦος οἷον: α) Ποτῆριον πολλαχ.: φέρε ἕνα γυˬαλὶ νὰ κεράσουμε τὸ Γιάννη Πελοπν. (Τριφυλ.) Γιˬόμισε τὸ γυˬαλὶ κρασὶ καὶ τοῦ τό ᾽δωκε καὶ ᾽κεῖνος ᾽κεῖ τό ᾽πιˬε μονορρούφι Πελοπν. (Γαργαλ.) Ἔχουμ᾽ δικαπέντι γυˬαλιˬὰ τ᾽ κρασιˬοῦ κὶ δικαπέντι τ᾽ νιροῦ Στερελλ. (Παλαιοχ.) Δόμου ἕνα γυˬαλὶ νερὸ Ἤπ. (Σχωρ.) Ἐπῆρε κι αὐτὸς δυˬὸ χαψιˬὲς ψωμὶ κ᾽ ἕνα γυˬαλὶ ρακὴ Ι. Πολυλ., Διηγ., 37. || Παροιμ. φρ. Περπατεῖ μὲ τὸ γυˬαλὶ ᾽ς τὸν ἀφαλὸ (εἶναι φιλάσθενος) Ἤπ. || ᾌσμ. Ἐμίσσεψες καὶ μ᾽ ἄφηκες τρία γυˬαλιˬὰ φαρμάκι, κάθε ταχιˬὰ θὰ σηκωθῶ νὰ πίνω ἀπὸ λιγάκι (ταχιˬὰ = πρωΐ) Κρήτ. Κιρνοῦν τοὺν πρῶτον μὶ γυˬαλί, τοὺ δεύτερον μὶ κούπα, τοὺν τρίτου τοὺ μικρότερον μὶ μαστραπᾶ ᾽σημένιˬου Μακεδ. (Βόιον) Οὑ Μπέβας πί᾽ μὶ τοὺ γυˬαλί, οὑ Γρίβας μὶ τὴν κούπα κιˬ οὑ δόλιˬους οῦ Κατσόγιˬαννους μὶ μαστραπᾶ ᾽σημένιˬου Ἤπ. Βάλε μέσ᾽ ᾽ς τὸ γυˬαλὶ κρασὶ κιˬ ἀφρᾶτο παξιμάδι καὶ δῶσε μιˬὰ παρηγοριˬά, παρηγοριˬὰ ᾽ς τὸν κόσμο Θρᾴκ. (Μέτρ.) Κέρνα μας, ροῦσα μ᾽, κέρνα μας γιˬομᾶτα τὰ ποτήριˬα καὶ ᾽ς τὸ δικό μου τὸ γυˬαλὶ λίγο φαρμάκι ρίξε, νὰ κατακάτσῃ ὁ καηˬμός, πού ᾽χω γιὰ σένα, κόρη! Πελοπν. (Λεοντάρ.) Βρίσκει τραπέζα -ν-ἔμορφα, γυˬαλιˬὰ παραγιˬουμᾶτα Ἤπ. (Μαργαρίτ.) Κέρνα, παππαδιˬά, | γιˬομᾶτα τὰ γυˬαλιˬὰ Πελοπν. (Γαργαλ. Μαντίν. κ.ἀ) || Ποίημ. Κόρες, κερνᾶτε μας νὰ πιˬοῦμε | γιˬομᾶτα τὰ γυˬαλιˬὰ ἀπ᾽ τὸ ἁψύ, ποὺ ἔχει τὴ γλύκα τοῦ ἀχειλιˬοῦ σας, | ποὺ ἔχει τὸ χρῶμα κρεμεζὶ (κρεμεζὶ = κόκκινο) Σ. Σκίπ., Τρόπαια, 21. β) Φιάλη Εὔβ. (Στρόπον.) Ἤπ. Θάσ. (Θεολόγ.) Θεσσ. (Νεμπεγλ. Τρίκερ.) Κρήτ. Λέσβ. Μακεδ. (Πολύλακκ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. Πόντ. Προπ. (Μαρμαρ.) Στερελλ. (Παλαιοχ.) Τσακων. (Μέλαν. Χαβουτσ.) –Α. Παπαδιαμ., Πρωτοχρ. διηγ., 3.: ᾽Εσὺ θὰ πᾷς ᾽ς τὸ νερὸ νὰ γεμώσῃς τὸ γυˬαλὶ Μαρμαρ. Ἕνα γυˬαλὶ λάδι Στρόπον. Πᾶρ᾽ τοὺ γυˬαλὶ τοὺ μ᾽γάλου νὰ βά᾽ς λάδ᾽ Τρίκερ. Ἆγκα ἕνα γυˬαλὶ ᾽άι (= ἐπῆρα μίαν φιάλην λάδι) Μέλαν. Θὰ ᾽ὶ βάλ᾽ ᾽ς ἕνα γυˬαλὶ ἀπέσ᾽ (= θὰ τὸ βάλῃ εἰς μίαν φιάλην) Χαβουτσ. Ἐσκότωσε τὸν ἀκοίμητο δράκο κ᾽ ἐπῆρε τὸ γυˬαλὶ πού ᾽χε τ᾽ ἀθάνατα νερὸ (ἐκ παραμυθ.) Κρήτ. Μπάρμπα, βάλε μου λίγο λαδάκι μέσ᾽ ᾽ς τὸ γυˬαλί, εἶπε ἡ μάννα μου, γιˬατὶ δὲν ἔχουμε πατέρα ᾽ς τὸ σπίτι Α. Παπαδιαμ., ἔνθ᾽ ἀν. || ᾌσμ. Bέbω σου χαιρετίσματα ἕνα γυˬαλὶ λεβάdα, μὰ εἶν᾽ ἀλλάργο καὶ μακριˬὰ καὶ δὰ χυθῇ ᾽ς τὴ στράτα (δὰ = θα) Κρῆτ. Συνών. καράφα, μποτίλιˬα, μποτσόνι, μπουκάλι. γ) Ὑαλοσωλὴν τῆς λάμπας πετρελαίου Κῶς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Βερεστ. Γαργαλ. κ.ἀ.) Χίος κ.ἀ.: Μὴν dὸ ψηλών-νῃς τὸ φιτίλ-λιν dῆς λάμbας, γιˬατὶ θὰ σπάσῃ τὸ γυˬαλ-λὶ Κῶς. Μὰ ἤπλυνές τα τὰ ᾽υˬαλιˬὰ τῶ λαbῶ; Ἀπύρανθ. Μοῦ ᾽σπασ᾽ ἡ λάμπα καὶ μοῦ ᾽μεινε τὸ γυˬαλί της Βερεστ. Συνών. λαμπόγυˬαλο. 4) Κάτοπτρον πολλαχ. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ. Καστριν. Κοριλ. Μαρτ. Στερνατ.) Πόντ. (Κερασ.) Τσακων.: Ἔχει τὸ γυˬαλὶ κάθε ὥρα καὶ στιγμὴ ᾽ς τὰ χέριˬα του καὶ οὕλο γυˬαλίζεται Πελοπν. (Βερεστ.) Φέρε μου χτένα και ᾽υˬαλὶ νὰ χτενιστῶ νὰ ᾽ένω ὄμορφη Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἔκατσε μπροστὰ ᾽ς τὸ γυˬαλὶ καὶ γυˬαλιζότανε καὶ μὲ τὴν τσατσάρα τσατσαριζότανε (τσατσάρα = κτένα, τσατσαριζότανε = ἐκτενίζετο) Πελοπν. (Γαργαλ.) Δῶσι μου τοὺ γυˬαλὶ νὰ διˬῶ τὰ μοῦτρα μ᾽ Μακεδ. Θὰ σπάῃς τοὺ γυˬαλί, μουρή, ἀκόμα γυˬαλίζισι; Μακεδ. (Καστορ.) Τήρα ᾽ς τοὺ γυˬαλὶ νὰ ἰδῇς τὴ φάτσα σ᾽ Στερελλ. (Ὑπατ.) ᾽Σ τοὺ γυˬαλὶ καρσὶ δὲν τοὺ γυˬαλίζ᾽ ἡ μάννα τοὺ πιδι᾽ τ᾽ς, γιˬατὶ ἀγλήγουρα κάμ᾽ κιˬ ἄλλου Θρᾴκ. (Ἀνδριανούπ.) ᾽Ντ᾽ ἔμορφον γυˬαλὶν εἶχαν ἐκεῖν᾽! Κερασ. || Παροιμ. Τὸ γυˬαλὶ κατὰ ποὺ τοῦ δείξῃς δείχνει σου (ἀνάλογος πρὸς τὴν συμπεριφοράν μας πρὸς τοὺς ἄλλους εἶναι καὶ ἡ συμπεριφορὰ τούτων πρὸς ἡμᾶς) Κύθηρ. || ᾌσμ. Γυˬαλὶ καὶ χτένι στεῖλε μου κ᾽ ἕνα χρυσὸ γαιˬτάνι, τὸ χτένι νὰ χτενίζουμαι καὶ τὸ γυˬαλὶ νὰ γλέπω, κιˬ αὐτὸ τὸ χρυσογάιτανο νὰ δένω τὰ μαλλιˬά μου Πελοπ. (Μανιάκ.) Κάθουνται οἱ κλέφτες, κάθουνται ᾽ς τὸν πλάτανο ᾽ς τὴ βρύση, λούζουνται, μπαρμπερίζονται καὶ ᾽ς τὸ γυˬαλὶ κοιτειˬῶνται Πελοπν. (Ὀλυμπ.) Βάστα μου χτένι καὶ γυˬαλὶ καὶ κόκκινο τζεbέρι, τὸ χτένι νὰ χτενίζωμαι καὶ τὸ γυˬαλὶ νὰ φέgω καὶ τὸ τζεbέρι νὰ κρατῶ, ᾽ς τὸ gάbο νὰ χορεύω Κρήτ. Τ᾽ ἀχείλι σου ᾽ναι κόκκινο σὰ dοῦ κρασοῦ τὸ ρέgι, τὸ πρόσωπό σου ᾽ναι γυˬαλὶ κιˬ ὅλος ὁ κόσμος φέgει (ρέgι = χρῶμα, ὄψη) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Τυρά μου, ᾽ς τὸ σπιτάτισ- σου ἔεις γυˬαλ-λὶ μ-μιάλον, φέντζει σου ταὶ στολίζεσαι ταὶ πᾷς ᾽ς τὴν ἐκκλησίαν Κύπρ. Ταὶ ὁ φτωχὸς ὁ Χριστοφῆς ᾽πόνεν του ἡ καρκιˬά του ταὶ τὸ γυˬαλ-λίν του ἔπκιˬανεν τζ᾽ ἐθώρειν τὴν ὀσκιˬάν του (= σκιά, μορφὴ) αὐτόθ. Τὸ στῆθος σου εἶναι γυˬαλί, τό ᾽χουν οἱ μπαρμπερᾶδες, γυˬαλίζονται τὰ ὄμορφα καὶ παίζουν τοὺς τσαμπᾶδες (τσαμπᾶδες = βόστρυχοι) Προπ. (Πάνορμ.) Κοιμήσου, χαδεμένου μου, κ᾽ ἰγὼ νὰ σὶ χαρίσου τὴ Βινιτιˬὰ μὶ τὰ γυˬαλιˬά, τὴ Χιˬὸ μὶ τὴ μαστίχα (βαυκάλ.) Λέσβ. 5) Διόπτρα θαλάσσης, ἁλιευτικὸς φακός, διὰ τοῦ ὁποίου οἱ ἁλιεῖς διερευνοῦν τὸν βυθὸν τῆς θαλάσσης Ἄνδρ. Ἀντίπαξ. Δωδεκάν. (Λειψ.) Ἡράκλ. Κάσ. Κάρπαθ. Κέρκ. Κύθηρ. Δονοῦσ. Μύκ. Παξ. Πελοπν. (Ἀργολ. Γαργαλ. Κάμπος Λάκων. Μεσσην. Τριφυλ. κ.ἀ.) Σίκιν Σῦρ. Τῆν.: Πᾶμε μὲ τὸ γυˬαλὶ νὰ βροῦμε κανένα χταπόδι ᾽ς τὸ θαλάμι Κάμπος Λακων. Πῆρα τὸ γυˬαλὶ καὶ πῆγα ᾽ς τὴ θάλασσα νὰ βγάλω ἀχιναίους Γαργαλ. Μὲ τὸ γυˬαλὶ πᾶμε ᾽ς τὸ περιφάνι ἀπὸ στεριˬᾶς κιˬ ἀπὸ πελάγου (περιφάνι = πυροφάνι) Σίκιν. Ψαρεύουν ἀχταπόδιˬα μὲ τὸ ᾽υˬαλὶ καὶ σκάρους Κάσ. Γυˬαλλᾶ λένε τὸ ψαρᾶμ-bοὺ ψαρεύγει μὲ γυˬαλ-λὶ Λειψ. Συνών. γυˬάλα 3. 6) Τηλεσκόπιον Στερελλ. (Παρνασσ.) Τῆλ.: Τ᾽ράει μὶ τοὺ γυˬαλὶ κὶ λέπ᾽ τ᾽ς ληστᾶδις γύρου ᾽ς τ᾽ φουτιˬὰ κὶ μιτράγανι τὰ κλιψιμαίικα Παρνασσ. || ᾌσμ. Παίρνει γυˬαλ-λὶ ᾽ς τὸ έριν dου, ᾽ς τὸ κάσ-σαρ᾽ ἀνεβαίνει (κάσ-σαρο = τὸ ἐπίστεγον τῆς πρῴρας) Τῆλ. 7) Κατά πληθ., τὰ δίοπτρα τῶν ὀφθαλμῶν, τὰ ματογυˬάλιˬα κοιν.: Δὲν καλοβλέπω καὶ μοῦ ᾽πεν ὁ γιˬατρὸς νὰ φορέσω γυˬαλιˬά. Διˬαβάζει χωρὶς γυˬαλιˬά. Φοράει γυˬαλιˬὰ μυωπίας - γυˬαλιˬὰ τοῦ ἥλιˬου. Βάλε τὰ γυˬαλιά σου νὰ ᾽δῇς καλύτερα κοιν. Χωρὶς ᾽υˬαλιˬὰ δὲ φέgω καθόου Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Δὲν ἔχω τὰ γυˬαλιˬά μου καὶ δὲ bορῶ νὰ ὑπογράψω Κεφαλλ. Χωρὶς γυˬαλιˬὰ διαβάνdζω Σίφν. ‖ Φρ. Τοῦ ᾽βαλε τὰ γυˬαλιˬὰ (ἐφάνη ἱκανώτερός του) κοιν. Τοὺν ἔβανι τὰ γυˬαλιˬὰ ᾽ς τὰ μάτιˬα (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Μακεδ. (Σέρρ.) Συνών. Τοῦ ᾽βαλε τὰ γυˬαλάδιˬα. Βάλε τὰ γυˬαλιˬὰ σου (πρόσεχε) πολλαχ. Κοίταξε νὰ μὴ σοῦ βάλουν τὰ γυˬαλιˬὰ (πρόσεχε νὰ μὴ σὲ ἀπατήσουν) Ἤπ. Ἀξανοίει νὰ μοῦ βάλῃ τὰ ᾽υˬαλιˬὰ (προσπαθεῖ νὰ μὲ ἀπατήση, κοροιδέψῃ) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) || Παροιμ. Τὰ γυˬαλιˬὰ ᾽ς τὴ μύτη του ǀ καὶ γύρου τ᾽ράει νὰν τά ᾽βρῃ (ἐπὶ τῶν ἀπροσέκτων καὶ ἐπιπολαίων ἀτόμων) Ἰόνιοι Νῆσ. || ᾌσμ. Ἅμα θὲς νὰ μὲ ωάνῃς, ǀ τὰ χρυσᾶ ᾽υˬαλιˬὰ νὰ βάνῃς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) β) Τὰ μεγάλα ὀμματογυάλια, τὰ ὁποῖα φέρουν οἱ μυλωθροὶ πρὸς προφύλαξιν τῶν ὀφθαλμῶν των, ὅταν χαράσσουν τὴν πέτραν τοῦ μύλου Κύθν. γ) Συνεκδ., οἱ ὀφθαλμοὶ Ἤπ. (Κόνιτσ.) Κάρπ. Κάσ. Κύθηρ. Ρόδ. Χίος κ.ἀ.: Φρ. Θὰ σοῦ βγάλω τὰ γυˬαλιˬά σου! Χίος. Νὰ σοῦ σπάσω τὰ γυˬαλιˬά σου (τὰ μάτια σου) Ρόδ. || Αἴνιγμ. Ἐχιˬονίσαν τὰ βουνά, ǀ ἐθαbῶσαν τὰ γυˬαλιˬὰ καὶ τὰ δύο ἔγιναν τρία (τὸ γῆρας, τὸ ὁποῖον συνοδεύουν ἡ λεύκανσις τῆς κόμης, τὸ θάμβωμα τῶν ὀφθαλμῶν καὶ ἡ βακτηρία) Κύθηρ. || ᾌσμ. Πὼς εἴχαμε τσ᾽ ἐτρώαμε, ἐβγαίνα τ-τὰ γυˬαλιˬά σας, μήτε νὰ σᾶς τὰ πήραμε ᾽ποῦ τὰ ᾽εράλωνά σας (᾽εράλωνα = γυράλωνα, τὸ ἁλώνιον) Κάρπ. 8) Ἡ γάστρα, διὰ τὴν στιλπνότητα. Ἡ λ. μόνον εἰς ᾆσμ. Κύθηρ.: ᾎσμ. Νά ᾽χε μου κλέψουν τὸ γυˬαλί, νά ᾽χε μου τὸ ραΐσου, μὰ τὸ σγουρὸ βασιλικὸ νά ᾽χε μου τὸν ἀφήσου. 9) ᾽Εργαλεῖον βυρσοδεψικόν, φέρον ὑαλίνην σφαῖραν, χρησιμοποιούμενον διά τήν στίλβωσιν τῶν δερμάτων Νίσυρ. Σῦρ. (Ἑρμούπ.) Β) Μεταφ. 1) Ἡ ἐκ ψύξεως κρυσταλλουμένη ἐπιφάνεια τοῦ ὕδατος, ὁ ἐπίπαγος Εὕβ. (Στρόπον.) Ἤπ. (Κόνιτσ.) Καππ. (Ἀραβάν.) Κύπρ. Κῶς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σκῦρ. Χίος: Ἤπηξεν dὸ ν-νερὸ ᾽ς τὴ σκάφην τ᾽ ἐγίνηγ-γυˬαλ-λὶ Κῶς. Ἀπὸ τὸ πάος παώκανε τὰ νερὰ τσαὶ ᾽καμανε ἀπάνου γυˬαλιˬὰ Σκῦρ. Τό ᾽καμε γυˬαλὶ ὄξω (ἐπάγωσαν, ἐκρυσταλλώθησαν ὅλα) Κόνιτσ. Ἕνα ᾽υˬαλὶ εἶν᾽ ὁ κόσμος, δὲ bορεῖ κανεὶς νὰ σαλέψῃ Ἀπύρανθ. Δὲν εἶνι μέρα γιˬὰ ᾽νήι, ἔ᾽ τοὺ χιˬό᾽ γυˬαλὶ Στρόπον. Συνών. ἀσπρόπαγος, γυˬαλοπάγι, κρύσταλλο, πάγος. β) Συνεκδ. ἡ ψυχρότης τοῦ ὕδατος, τῶν ἀντικειμένων γενικῶς Θεσσ. (Ἀλμυρ.) Σκῦρ. κ.ἀ.: Τὸ νερὸ δὲν πίνεται• βάλε το ᾽ς τὴ φωτιὰ νὰ πέσῃ τὸ γυαλί του (νὰ μετριασθῇ ἡ ψυχρότης του) Ἁλμυρ. Ἔπιˬασα τὰ ποδάριˬα τ᾽ τσ᾽ ἔτανε γυˬαλί, κρουστάλλι (πολὺ ψυχρὰ) Σκῦρ. || ᾌσμ. Ποῦ γύρ᾽ζε τὸ παιδὶ ǀ τσ᾽ ἔναι τὰ χέρια του γυˬαλί; (βαυκάλ.) αὐτόθ. 2) Ὁ ἐπίπαγος τοῦ γάλακτος Λῆμν. Συνών. καιˬμάκι, κορυφή, κρούστα, πέτσα, τσίπα. β) Τὸ πρὸς τυροκόμησιν πεπηγμένον γάλα Θάσ. Λέσβ. Λῆμν. Τένεδ. Συνών. γλιστρό, πῆγμα, πηχτό, στριγκλιˬάτα. 3) Ἡ ἀδαμαντίνη, ἡ περιβάλλουσα τοὺς ὀδόντας Στερελλ. (Εὐρυταν.) Συνών. σμάλτο. 4) Ὁ χόνδρος, τὸ τραγανὸ τῶν ὀστῶν Ἤπ. (Κόνιτσ.) 5) Ὁ λευκὸς χιτὼν τοῦ ὀφθαλμοῦ Θρᾴκ. (Μέτρ.) Μακεδ. (Καστορ. Κοζ.) –Π.Βλαστ 386. 6) Ὁ καλύπτων την ἐσωτερικήν ἐπιφάνειαν τοῦ στομάχου ὑμὴν Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Μὴ σκληρίζῃς ἐτσά, ᾽ιˬὰ θὰ ραΐσῃ τὸ ᾽υˬαλὶ τοῦ στομαχιˬοῦ σου. 7) Εἶδος γλυκύσματος ἐξ ἀποκεκρυσταλλωμένης σακχάρεως Προπ (Ἀρτάκ.) Συνών. κάντιο. 8) Τὸ θαλάσσιον ζῷον Ἀκαλήφη τοῦ γένους τῶν Ἀκαληφῶν (Acalephae) τῆς οἰκογενείας τῶν Μεδουσῶν (Meduse) τῆς τάξεως τῶν Κοιλεντερωτῶν (Coelenterata), ἡ μέδουσα Εὔβ. (Πολιτικ.) Ἰων. (Κρήν.) Κῶς κ.ἀ.: Ἔχει πέσει ᾽ς τὴ θάλασσα γυˬαλὶ καὶ δὲ μποροῦμε νὰ ρίξουμε τὰ δίχτυˬα Πολιτικ. ‖ Φρ. φουσκώσαμεγ-γυˬαλιˬὰ (ἡ τράττα εἶναι πλήρης θαλασσίων μεδουσῶν) Κῶς. Συνών. *ἀκαλήπα, γιˬαλιˬάστρα, γιˬαλομούνα, γιˬαλομούνι, κολλιˬάστρα, κολλητσιˬᾶνος, μουνάβρα, μουνάκλα, μουνί, μουνὶ τῆς θάλασσας, πουτί, τσουκνίδα, τσούχτρα. 9) Ἀσθένεια τοῦ μεταξοσκώληκος, ἐκ τῆς ὁποίας οἰδαίνεται ἡ κεφαλή του προσλαμβάνουσα στιλπνήν, κρύσταλλώδη ὄψιν Κάρπ. 10) Ἡ λεία καὶ στ ιλπνὴ, ἐπιφάνεια πολλαχ. καὶ Πόντ.: Ἡ θάασσα εἶναι γ-γυˬαλ-λὶ (= γαληνιαία) Σύμ. Νὰ πήξῃ ἡ θάασσα νὰ ᾽ενῇ ᾽υˬαλί, νὰ μὴ bορῇ τὸ καράβι νὰ πάῃ μήτ᾽ ἀbρὸς μήτ᾽ ἀπίσω (ἐκ παραμυθ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἔπλυσα τ᾽ ὀσπίτιν καὶ γυˬαλίν ἐποῖκ᾽ ᾽ατο (= ἀποστίλβον ἐκ καθαριότητος) Πόντ. Τὸ γυˬαλὶ τοῦ παπούτσιˬοῦ (ἡ στίλβουσα ὄψις τῶν ὑποδημάτων) Κρήτ. Τό ᾽πλυνα τὸ κιˬούπι γυˬαλὶ Δ. Μπόγρ., Ἀρραβων. ᾽16. || Φρ. Τό ᾽καμε γυˬαλὶ τὸ γρέκι (ἐπὶ τῶν ἀποτυγχανόντων εἰς ἐπιχειρήσεις) πολλαχ. || ᾎσμ. Ὥρα σου καλὴ | κ᾽ ἡ στράτα σου γυˬαλὶ (εὐχή) Θήρ. 11) Τὸ πρὸ τῆς ἀνατολῆς καὶ μετά τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου παρατηρούμενον ἡμίφως, τὸ λυκαυγὲς καὶ τὸ λυκόφως Ἁλόνν. Θάσ. Θεσσ. (Τρίκερ.) Κῶς (Καρδάμ. κ.ἀ.) Λῆμν. Πελοπν (Ἀρκαδ.) Χίος: Φρ. Ἔκαμι γυˬαλὶ (ἤρχισε νὰ διαφώσκῃ) Λῆμν. Ἔβαλεγ-γυˬαλ-λὶν (ξημέρωσε) Καρδάμ. Ἐννιˬὰ ἡ ὥρα κοντεύει κιˬ ἀκόμη τὰ γυˬαλιˬὰ δὲ σπάσανε (διαρκεῖ ἀκόμη τὸ λυκόφως, δὲν ἐσκοτείνιασε) Τρίκερ. Ἅμα σπάσουν τὰ γυˬαλιˬά, σηκώνεις τὸ δίχτυ (μόλις σκοτεινιάσῃ) αὐτόθ. β) Ἐπὶ οὐρανοῦ, ἡ διαύγεια Ἤπ. (Κόνιτσ.): Φρ. Εἶναι γυˬαλὶ ὁ οὐρανὸς (καθαρός, διαυγής) 12) Κατὰ πληθ., παιδιά, κατά τὴν ὁποίαν οἱ παίζοντες χρησιμοποιοῦν θραύσματα πιάτων, ἔχοντα τὴν μίαν ὄψιν ἔγχρωμον. Ἐκ τούτων σχηματίζουν στήλην, τὴν ὁποίαν καταρρίπτουν πλήττοντες διά τοῦ δακτύλου. Ὁ καταρρίπτων κερδίζει ὅσα ἐκ τῶν θραυσμάτων παρουσιάζουν τῆν ἔγχρωμον ὄψιν Δ. Λουκόπ., Ποιὰ παιγνίδ. παίζουν τὰ Ἑλληνόπ., 114. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. υπὸ τοὺς τύπ. Γυˬαλὶ Θρᾴκ. (Αὐδήμ.) Γυˬαλ-λὶ Νίσυρ. Γυˬαλ-λίν Χίος (Καρδάμ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA