δαιμόνιο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαιμόνιο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

δαιμόνιο τό, δαιμόνιον Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ. Κερασ. Χαλδ. κ.ἀ.) δαιμόνιο σύνηθ. καὶ Πόντ. (Οἰν.) διμόνιου σύνηθ. βορ. ἰδιωμ. δαιμόνι Πελοπν. (Γαργαλ. Τριφυλ.) dαιμόνι Ἀπουλ. (Καλημ. Καστριν. Στερνατ. Τσολλῖν.) Πληθ. δαίμονα Θρᾴκ. (Φανάρ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. δαιμόνιον.

Σημασιολογία

1) Τὸ πονηρὸν πνεῦμα, ὁ κακοποιὸς δαίμων, ὁ δαίμονας σύνηθ. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ. Καστριν. Στερνατ. Τσολλῖν.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν. κ.ἀ.): Ἂν ἔχῃς δαιμόνια μέσα σου, νὰ πᾷς ᾿ς τὸν ἅγιˬο Γεράσιμο νὰ σοῦ τὰ βγάλῃ Κεφαλλ. Ἡ μητρυιὰ ἔστειλι τ᾿ Μάρου ᾿ς τοὺ μύλου ν᾿ ἀλέσ᾿, γιˬὰ νὰ τ᾿ν πάρ᾿νι τὰ διμόνιˬα Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ὁ καλλικάντζαρος εἶναι ἄνθρωπος, ποὺ τὰ Δωδεκάμερα γίνεται δαιμόνιˬο Θρᾴκ. (Τζέτ.) Τὸ δαιμόνιο τὰ κεντάει, τὰ μαρκαλάει τὰ βόγιˬα Πελοπν. (Σουδεν.) Δὲ μπόρ᾿γαν τὰ διμόνιˬα νὰ τ᾿ν πάρ᾿νι, γιατ᾿ ἦταν πουλὺ πουνηρὴ (ἐκ παραμυθ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ὅταν θέ᾿ τοὺ διμόνιου νὰ κάν᾿ κακό ᾿ς τοὺ σπίτ᾿, παγαί᾿ μπρουστὰ ᾿π ᾿ τ᾿ς δώδικα Στερελλ. (Παρνασσ.) Τὰ δαιμόνιˬα τοῦ κόσμου εἶναι πρασιˬὲς - πρασιˬὲς (πάρα πολλὰ) Χίος. Σὸ ρέκ-κο τοῦ dαιμόνι, κὰ ἰβάḍ-ḍει πάντα τὰ κέταρα (αὐτὸς ὁ χοῖρος τοῦ δαιμονίου, ποὺ βάλλει πάντα τὰ κέρατα) Στερνατ. Σὶ πιριτύ᾿ξαν τὰ διμόνιˬα, ἦταν ἀχαμνὴ ὥρα Θεσσ. (Μελιβ.) Λέπ᾿ διμόνιˬα Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.) Σὰ σοῦ μπῆκε τὸ δαιμόνιο, νὰ κράξω τὸν παππᾶ νὰ σὲ διαβάσῃ Π. Νιρβάν, Θέατρ. 1, 115. || Φρ. Δαιμόνιο ἔχει (κατατρύχεται ὑπὸ πονηροῦ πνεύματος) Βιθυν. Πβ. ΚΔ. (Ματθ. 11, 18) «δαιμόνιον ἔχει» καὶ (Ἰωάνν. 10, 20) «δαιμόνιον ἔχει καὶ μαίνεται». Δαιμόνιο τῶν ἤδικε (τούς ἐπείραξεν ὁ διάβολος) Κίμωλ. Τὸν παίρνουν τὰ δαιμόνια Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Μ᾿ ἔζωσαν τὰ ἑφτὰ δαιμόνιˬα Κρήτ. Νὰ σοῦ μποῦν τὰ δαιμόνιˬα! (ἀρὰ) Μακεδ. Τοῦ μπῆκε τὸ δαιμόνιο (προσεβλήθη ὑπὸ πονηροῦ πνεύματος) Ἤπ. Πβ. Κ.Δ. (Λουκ. 8, 31) «εἰσῆλθε δαιμόνια πολλὰ εἰς αὑτόν». Καινὰ δαιμόνια (νεωτεριστικαὶ καὶ ἀνατρεπτικαὶ τῶν καθεστώτων ἰδέαι) λόγ. σύνηθ. || Παροιμ. Καὶ τὰ δαιμόνια εἶχαν γάμον (ἐπὶ τοῦ ἐπιθυμοῦντός τι ἀνάρμοστον εἰς αὑτὸν) Πόντ. (Κερασ.) Τ᾿ ἔχεις, γέρο, καὶ χορεύεις;| - Δὲ μ᾿ ἀφίνουν τά δαιμόνια (ἐπὶ ἀνθρώπων ἀσχολουμένων μὲ πράγματα μη ἁρμόζοντα εἰς τὴν ἡλικίαν των) Πελοπν. (Γαργαλ. Ὀλυμπ. Παιδεμέν.) || ᾌσμ. Ἡ γι - ἀγάπη ᾿ναι δαιμόνιο τσ᾿ ἀθρώπους κυριεύει, τὸν Τοῦρκο κάνει Χριστιˬανό, τὸ Χριστιˬανὸ τουρκεύει Κρήτ. (Μόδ.) Κὶ δυˬὸ ᾿διρφάκιˬα γκαρδιˬακὰ πολύ ᾿ταν ᾿γαπημένα, μὰ σέφ᾿κι τοὺ διμόνιˬου, θέλει νὰ τοὺς χουρί᾿ Μακεδ. Οὑ Χριστὸς γιννέτι ᾿ς τοὺς οὐρανοὺς ἀπάνου κι ἀνgέλοι χαίρουνdι, τὰ διμόνια σκάζουν Ἤπ. (Κόνιτσ.) Κι ἄ᾿ ἄgιλοι χαίρουdι κι ἄ᾿ δουξουλουγοῦdι κὶ τὰ διμόνιˬα θλίβουdι γιˬὰ τὴ δικιουσύ᾿ (κάλανδα) Μακεδ. (Πόρ.) Τὰ δαιμόνια σκάζουν, σκάζουν κὶ πλανdάζουν τὰ σίδηρα δανgάζουν (κάλανδα) Μακεδ. (Καστορ.) Ν᾿ ἁγιˬαστοῦν οἱ βρύσες καὶ τὰ νερά, νὰ κατασιγήσουν τὰ ζούζουλα, νὰ καταπλαντάξουν τὰ δαίμονα (κάλανδα) Θρᾴκ. (Φανάρ.) β) Τὸ φάντασμα, τὸ τέρας, τὸ ὑπερφυσικὸν ὂν Λέσβ. Πελοπν. (Γορτυν.) Πόντ. (Ἀμισ. Χαλδ.): Οὕλα τὰ διμόνια πέταξαν κιˬ ἀφῆκαν τὴ ᾿ναῖκα· ᾿κεί᾿ ἔβλιπι τὰ διμόνιˬα νὰ πιτοῦν ᾿ς τοὺν ἀγέρα Λέσβ. Μιˬᾶς γυναίκας ἐντύνανε τὰ προικιˬὰ καὶ κάθησε ἀπάνου ᾿ς αὐτὰ τὸ δαιμόνιο· ἦταν μισὸς ἄνθρωπος καὶ μισὸ σκυλλὶ Γορτυν. Φογοῦμαι τοὶ μάισσες καὶ τὰ δαιμόνια Χαλδ. 2) Μεταφ., δαίμονας Β1, Μακεδ. (Πεντάπολ.) Πελοπν. (Γαργαλ.) Πόντ. (Ἀμισ.): Κακὸ δαιμόνιο εἶν᾿ αὐτὸς Γαργαλ. Θαρεῖς πὼς θὰ καταφέρῃς ἀτον, ᾿κ᾿ ἐξέρεις ντὸ δαιμόνιον ἔν Ἀμισ. β) Δαίμονας Β2 Ζάκ. Κεφαλλ. Μακεδ. (Καταφύγ.) Πελοπν. Βερεστ. Γαργαλ. Λακεδ. κ.ἀ.) - Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Δὲν κάθεται ἥσυχο τὸ δαιμόνιο Γαργαλ. Φευγᾶτε, μωρὲ δαιμόνια, γιˬὰ θὰ σᾶς σκοτώσω (πρὸς ἀτάκτους παῖδας) Λακεδ. Ἔ, οἱ μαῦροι, ἄμ᾿ θὰ dοὺς ἀλληστρατήσουνε ᾿κεῖ ποὺ θὰ πᾶνε ᾿φτὰ dὰ δαιμόνια (= τρελλόπαιδα) Βερεστ. || Φρ. Δαιμόνιο τσῆ Μαγδαληνῆς (ἐπὶ ἀτάκτων παίδων) Ζάκ. Πβ. Κ.Δ. (Λουκ. 82) «Μαρία ἡ καλουμένη Μαγδαληνὴ, ἀφ᾿ ἧς δαιμόνια ἑπτὰ ἐξεληλύθει» Συνών. διάβολος, ζιζάνιο, Ἰούδας, πειραχτήριο 3) Συνεκδ., ἡ ὀργὴ, ἡ δυσφορία ἡ προξενουμένη ὑπὸ δαιμονίων, συνήθως ὡς φρ. σύνηθ. καὶ Ἀπουλ. (Καστριν.): Μὲ πιˬάσανε δαιμόνια, μοῦ μπήκανε δαιμόνια σύνηθ. Θὰ μὲ πιˬάσουσι τὰ δαιμόνια καὶ δὲ θὰ ξέρου τί θὰ κάνου Πελοπν. (Κίτ. Μαν.) Τ᾿ ἄκουσα καὶ μὲ κόλλησε δαιμόνιο αὐτόθ. Μὲ πιˬάσαν δαιμόνια Θρᾴκ. (Μαρών.) Ἔ, μωρέ, δαιμόνιο σὲ κρατεῖ; Κρήτ. Ἄσε με, γιˬατὶ ἀπὸ τὸ δαιμόνιό μου, ἂν μοῦ πιάσῃς τὴ μύτη, σκάω Κεφαλλ. Ἄσε με, γιατὶ ἔχω ἕνα δαιμόνιο σήμερα αὐτόθ. Ἠπιˬάκανε ᾿ὰ dαιμόνια (τὴν ἔπιασαν τὰ δαιμόνια, ἐνευρίασε) Καστριν. Ἅμα εἶδα π᾿ δὲν ἔρθι, μ᾿ ἔπιˬακαν κὶ μένα τὰ διμόνια κὶ σ᾿κώθ᾿κα κ᾿ ἐ᾿φ᾿κα Ἤπ. (Κουκούλ.) Ἅμα dὸ bεργιˬοράῃ ᾿φτοῦ dὸν ἄθρωπο τὸ δαιμόνιο, δὲ gζέρει τὶ κάνει (bεργιοράῃ = καταλαμβάνῃ) Πελοπν. (Βερεστ.) Ἄφησε με ᾿δά, γιˬατὶ βρίσκομαι στὰ δαιμόνιά μου Κρήτ. (Νεάπ.) Δαιμόνιο καὶ τί δαιμόνιο τὸν ἔχει πιασμένο Α. Ἐφταλ., Μαζωχτρ., 199, || Φρ. Εἶναι ᾿ς τὰ δαιμόνια του Κύθηρ. Συνών φρ. εἶναι ᾿ς τὰ διˬαβόλιˬα του. β) Ἡ ἰδιοτροπία Κεφαλλ. Κρήτ. Μύκ. Χίος - Λεξ. Βυζ. Περίδ. Δὲ dὸ περίμενα πὼς θά ᾿χῃ μέσα του τόσα δαιμόνια καὶ θὰ τὰ βγάνῃ τώρα ἕνα - ἕνα Κεφαλλ. Τὸ δαιμόνιό του νὰ μὴ θέλῃ νὰ τρώῃ φαΐ, ἀλλὰ μόνο ψωμὶ Μύκ. γ) Ἡ παραφροσύνη, ἡ τρέλλα ἡ προξενουμένη ὑπὸ δαιμονίων Κίμωλ. Λέσβ. Μυκ. Πάρ. Πελοπν. (Οἰν.) Σάμ. Σίφν. Χίος.: Ἤπιˬασέν του τὸ δαιμόνιο (παρεφρόνησε) Σίφν. Τοὺ μιθύσ’᾿ εἶνι διμόνιου ᾿ς τοὺν ἄνθρουπου Λέσβ. Νὰ σοῦ ᾿ρθῃ δαιμόνιο! (νὰ παραφρονήσῃς· ἀρά) Πάρ. Ἀλλοί, ποὺ νὰ σὲ πιˬάσῃ δαιμόνιο! (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Μύκ. Ἔ, ποὺ νὰ σοῦ χτυπήσῃ δαιμόνιο! (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Κίμωλ. Κακὸ δαιμόνιο νὰ σέ πιάσῃ! (ἀρὰ) Οἰν. Νὰ σὲ πιˬάσ᾿ τοὺ διμόνιου! Σάμ. || ᾎσμ. Κόρη, πάλι λωλάθηκες, πάλι δαιμόνιο σ᾿ ἦρθε; - Μάννα, μήτε λωλάθηκα, μήτε δαιμόνιο σ᾿ ἦρθε; Χίος. δ) Ὁ ὑπὸ δαιμονίων προκαλούμενος ἀκράτητος ἐρωτικὸς πόθος Λεξ. Δημητρ.: ᾎσμ. Ἡ κόρη τὰ μεσάνυχτα δαιμόνιο τήνε πιάνει. ε) Ὁ ζῆλος, ἡ σφοδρὰ ἐπιθυμία Μακεδ. Μυκ. Πελοπν. (Μεσην. Ξεχώρ.) Ρόδ. Σίφν κ.ἀ. - Λεξ. Βάιγ.: Τὸ δαιμόνιόν dου εἶναιν νὰ μὴμ bροδέψῃ ἄλ-λος Ρόδ. Τοὺν ἔπιˬασι τοὺ διμόνιου γιˬὰ γράμματα Μακεδ. Ἔχω δαιμόνιο μὲ τὰ σῦκχα (μοῦ ἀρέσουν ὑπερβολικὰ) Σίφν. Τὸ δαιμόνιό του εἶναι τὸ τσυνήι Μύκ. στ) Ἡ πνευματικὴ ἱκανότης, ἡ ἐξαιρετικὴ ἰδιοφυΐα λόγ. σύνηθ. Ποιητικὸ - πολιτικὸ - στρατιωτικὸ δαιμόνιο λόγ. σύνηθ. Τὸ δαιμόνιο τοῦ Ελληνα λόγ. σύνηθ. || Φρ. Ἔχει τὸ δαιμόνιο μέσα του (εἶναι εὐφυέστατος) Ἀθῆν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/