δαιμονισμένα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαιμονισμένα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
δαιμονισμένα ἐπίρρ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς παθ. μετοχ. δαιμονισμένος τοῦ ρ. δαιμονίζω.
Σημασιολογία
Δαιμονιωδῶς σύνηθ.: Τί ἔχει αὐτὴ καὶ φωνάζει δαιμονισμένα; Τὸ αὐτοκίνητο τρέχει δαιμονισμένα σύνηθ. Σούραγε οὕλη μέρα δαιμονισμένα ἕνας βουρλοκαίρης, ποὺ δὲ μᾶς ἄφηκε νὰ σταθοῦμε λεφτό! (σούραγε = σφύριζε, βουρλοκαίρης = κακὸς καιρός) Πελοπν. (Γαργαλ.) Οἱ σειρῆνες σφύριζαν δαιμονισμένα Ἀθῆν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA