δαιμονοκόρη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαιμονοκόρη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

δαιμονοκόρη ἡ ἐνιαχ. διμουνουκόρ᾿ Θρᾴκ. (Αἶν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. δαίμονας καὶ κόρη.

Σημασιολογία

Ἡ κόρη τοῦ δαίμονος ἔνθ᾿ ἀν. β) Ἡ κακοῦ χαρακτῆρος κόρη, ὑβριστικῶς ἔνθ᾿ ἀν.: ᾎσμ. Μωρὴ σκύλλα, μωρ᾿ ἄνομη, μωρὴ δαιμονοκόρη, δὲν ηὗρες κρίση νὰ μὲ πᾷς, κριτὴ γιˬὰ νὰ μὲ κρίνῃ; Αἰν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/