δαιμονόπαιδο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαιμονόπαιδο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

δαιμονόπαιδο τό, Μύκ. Πελοπν. (Κιτ. Μάν.) Σύμ. - Ν. Πολίτ., Μελέτ. 2, 441.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. δαίμονας καὶ παιδί.

Σημασιολογία

1) Τὸ ἐκ δαίμονος καὶ ἁμαρτωλῆς γυναικὸς γεννώμενον παιδίον, συμφώνως πρὸς ἐπικρατοῦσαν παρὰ τῷ λαῷ πρόληψιν Ν. Πολίτ., ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. δαιμονόσπερμα, δαιμονόσπορος, διˬαβολόσπερμα, διˬαβολόσπορος. 2) Τὸ ζωηρὸν καὶ ἀτίθασον παιδίον Μύκ. Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Σύμ.: Δὲ gάθεται φρόνιμο καθόλου τὸ δαιμονόπαιδο Κίτ. Μάν. Συνών. βλ. εἰς λ. δαιμονοκούλουκο 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/