δαιμονοπείραξη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαιμονοπείραξη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
δαιμονοπείραξη ἡ, Βιθυν. Μῆλ. - Ἀδάμ., Ἀπὸ τὸ Χωρ., 29 διμουνουπείραξ᾿ Ἤπ. (Κοκκιν. Κόνιτσ. Χουλιαρᾶδ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Γρεβεν. Καταφύγ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. δαίμονας καὶ πείραξη.
Σημασιολογία
1) Ἡ σατανικὴ ἐπήρεια, ὁ πειρασμὸς δαίμονος καὶ ἡ ἐκ τούτου παράκρουσις φρενῶν Βιθυν. Μῆλ. Ἤπ. (Κοκκιν. Χουλιαρᾶδ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Γρεβεν. Καταφύγ.) - Ἀδάμ., ἔνθ᾿ ἀν. : Αὐτὸ ποὺ κάνει δὲν εἶναι καλό, εἶναι δαιμονοπείραξη Βιθυν. Ὅσο ἤθελε νὰ τὸ ξεχάσῃ, τόσο ἡ δαιμονοπείραξη ᾿ς τὸ μυαλό του Μῆλ. ᾿μήθ᾿κι ᾿ς τ᾿ ἁλώ᾿ κὶ τοὺν βρῆκι διμουνουπείραξ᾿ Ἤπ. (Χουλιαρᾶδ.) Πβ. ἄντεμα 3. 2) Συνεκδ., τὸ πονηρὸν πνεῦμα, ὁ δαίμων Ἤπ. (Κόνιτσ.): Ἅμα ζ᾿γώ᾿ ἄνθρουπους, κρύβουντι μέσα ᾿ς τὶς ροῦπις σὰν οἱ διμουνουπείραξις (ροῦπις = τρῦπες).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA