γλιστροβολῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλιστροβολῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλιστροβολῶ Λεξ. Δημητρ. γλιστροβολοῦ Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) γλιστροβολάω Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γλιστρῶ καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -βολῶ, διὰ τὴν ὁπ. βλ. Γ. Χατζιδ., Ἀθηνᾶ 22 (1910), 243 κἑξ.

Σημασιολογία

1) Διαρκῶς, συνεχῶς ὀλισθαίνω ἔνθ’ ἀν.: Ἔχουσι ξακονιστῆ τὰ παπούκιˬα μου καὶ γλιστροβολῶ (ξακονιστῆ = λειανθῆ) Κίτ. 2) Μεταφ., ὑπεκφεύγω Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/