δαιμονοπύρωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαιμονοπύρωμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
δαιμονοπύρωμα τό, Κρήτ. (Νεάπ.) διμουνουπύρουμα Μακεδ. (Καστορ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. δαίμονας καὶ πύρωμα.
Σημασιολογία
1) Ἡ αἰφνίδια ζάλη, τὴν ὁποίαν ὑφίσταταί τις οἱονεὶ ἐκ δαιμονικῆς τινος ἐπηρείας Μακεδ. (Καστορ.): Μὶ τὰ γιˬαννάκιˬα καπνίζουν αὐτὸν πὄ᾿ τοὺ διμουνουπύρουμα (γιαννάκια = τὰ φυτὰ ἀρμένια). 2) Ἔντονη ὀργή, ἔξαλλος θυμὸς Κρήτ. (Νεάπ.): Εἶdα τη ἀνεχαοdρωμένη καὶ τὴν ἐφοβήθηκα ἀπὸ τὴν ἀγριότη καὶ τὸ δαιμονοπύρωμα πού ᾿χε (ἀνεχαιdρωμένη, = μὲ ὀρθίας τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς της, ἀγριεμένην, ἔξαλλην).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA