δαιμονοσκορπίζομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαιμονοσκορπίζομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

δαιμονοσκορπίζομαι ἐνιαχ. δαιμονοσκορπίdζομαι Σύμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δαίμονας καὶ τοῦ ρ. σκορπίζομαι.

Σημασιολογία

Ἐξαφανίζομαι οἱονεὶ ὑπὸ δαιμονικῆς ἐνεργείας, ἀποπέμπομαι ὑπό τινος διατελοῦντος ἐν ψυχικῷ βρασμῷ ἔνθ᾿ ἀν.: Ξέω ᾿γώ, ποῦ ἐδαιμονοσκορπίστη; Ποῦ ἐπῆε bάλε αὖτος κ᾿ ἐδαιμονοσκορπίστη; Σύμ. Δαιμονοσκορπίστου ἀοbρός μου, ᾿ὰ μήσ σὲ θωρῶ αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/