γλιστρῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλιστρῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλιστρῶ κοιν. γιστρῶ Πελοπν. (Καρδαμ. Ξεχώρ.) Χίος γλιτρῶ Μακεδ. (Βρία Χαλκιδ.) γλιστρῶ ᾿μα Τσακων. (Χαβουτσ.) γλιστράω πολλαχ. γλιστράου Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν. Βρύσ. ᾽Οξύλιθ. Στρόπον.) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Πελοπν. (᾿Ανδροῦσ. Βάλτ. Βερεστ. Γαργαλ. Δάρα ’Αρκαδ. Κοντογόν. Λεντεκ. Μαργέλ. Μηλιώτ. Παιδεμέν. Ποταμ. κ.ἀ.) Σκόπ. Στερελλ. (Αἰτωλ. ’Ακαρναν. ᾿Αχυρ.) γ’στρῶ Ἁλόνν. γλιστροῦ Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀγλιστρῶ Ἤπ. Θρᾴκ. (’Αδριανούπ.) Μακεδ. (Καστορ. Καταφύγ. Λιτόχ. Μοσχοπότ.) - Λεξ. Κομ. ἀγκλιστρῶ Ἤπ. ἀγλιστράω Ἤπ. (’Ιωάνν.) Πελοπν. (Λάστ.) ἀγλιστράου Ἤπ. (Κουκούλ.) Θεσσ. (Πήλ.) Στερελλ. (᾽Αράχ.) γλιστιράω Δ. Μαυροφρ., Δοκίμ., 64. 65 γκλιστρῶ Μακεδ. (Δρυμ.’Εράτυρ. Κοζ.) gλιστρῶ Ἤπ. (Ζαγόρ.) χλιστρῶ Κύπρ. λιστρῶ Προπ. (Χηλ.) λιστράω Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Προπ. (Μηχαν.) λιστράου Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) ’Αόρ. γλίστρηξα Προπ. (᾿Αρτάκ.) γλίστρηκα Μέγαρ. γλιστρῆκα Τσακων. (Χαβουτσ.) γλίστρητσα Εὔβ. (Βρύσ.) γλιστρία Τσακων. (Χαβουτσ.)

Ετυμολογία

Τὸ Βυζαντ. γλιστρῶ. Διὰ τὴν ἐκ τοῦ *ὀλισθράω παραγωγὴν βλ. Β. Φάβ., εἰς Ἐπιστ. Ἐπετ. Φιλοσ. Σχ. Πανεπ. Θεσσ., 5 (1940), 73 κἑξ.

Σημασιολογία

1) ᾽Ολισθαίνω, διολισθαίνω κοιν.: Πρόσεξε μὴ γλιστρήσῃς κοιν. Γλίστρησε κ᾽ ἔπεσε Πελοπν. (᾿Ανδροῦσ.) Εἶdα βοὴ πάλ’ ἐσύ, ’ς τὸ γλιστρησμὸ ποὺ θὰ γλιστρήσῃ νὰ τοῦ λὲς τύφα! Νάξ. (’Απύρανθ.) Ἄν γλιστρήσῃς, θὰ πέσῃς τανάσκελα ᾿Ερεικ. Γλιστρῶντα, τοίτατσ’ καλὰ νὰ μὴ καφτάῃ (γλιστράει, κοίταξε καλὰ νὰ μὴν πέσης) Τσακων. (Χαβουτσ.) Προσέχου νὰ μὴν ἀγλιστρῶ Μακεδ. (Λιτόχ.) Γλίστρησε σὲ ᾽κεῖν’ τὸ ἐρμαδιˬακὸ τὸ σκαλούνι (ἐρμαδιˬακὸ = καταραμένο, σκαλούνι = σκαλοπάτι) Πελοπν. (Παιδεμέν.) ᾽Επορπάτου τσαὶ γλίστρησα τσ᾽ ἤπεσα Κάσ. Κάπους γλιστροῦν αὐτὰα τὰ κινούριˬα μ’ παπούτσιˬα Ἤπ. (Κουκούλ.) Μὴμ πᾷς αὐτοῦ ’ς τὰ ραδιˬά, θὰ γλιστρή’ῃς (ραδιˬὰ = ἀπόκρημνα μέρη) αὐτόθ. Τὴ dριχοῦσα δὲ dὴ περουνιάζει ἡ βροχή, γιˬατὶ γιστράει πάνω ’ς τὶς τρίχες της (τριχοῦσα = ποιμενικὴ καπότα ἀπὸ γιδόμαλλο) Πελοπν. (Ξεχώρ.) Γλίστρησα ’ς τοὺ καλντιρίμ’ κὶ τσακίσ’κα (καλντιρίμι = πλακόστρωτο μονοπάτι) Στερελλ. (Φθιῶτ. Φωκ.) ’Αγλίστρησα σ’ν αὐλὴ κ’ ἔσπασα τοὺ ποὺδάρ’ μ’ Μακεδ. (Λιτόχ.) ’Αγλίστρ’σι τοὺ μ᾽κρὸ τ᾿ς θ᾽χατέρας μ᾽ κ᾽ ἔσκ’σι τοὺ gλέφαρό τ’ (gλέφαρο = βλέφαρο = φρύδι) Μακεδ. (Μοσχοπότ.) Στίβουν μέσα ’ς τ’ άφτὶ καρυδόλαδο, νὰ μαλακώσῃ τὸ ἀφτὶ καὶ νὰ γλιστράῃ καλὰ ἡ φωνὴ Πελοπν. (Βερεστ.) ᾽Εγλίστρησα τὴ βραδέα dὸ καdούνι (βραδέα = βράδυ, καdούνι = στενωπὸς) Κορσ. ᾽Αγλιστράει τ’ ἄλουγου Στερελλ. (’Αράχ.) ’Αγλίστρησι κὶ κύλησι κάτου Μακεδ. (Καστορ.) Γυρνιˬοῦντας ἀπ’ τοὺν ἅι-Λιˬὸ γκλίστρησιν κ᾽ ἔπισιν κί στριμπούλιξιν τοὺ χέρ’ τ᾽ Μακεδ. (Κοζ.) Γλίστρησε καὶ κόντεψε νὰ σκοτωθῇ Εὔβ. (Βρύσ.) || Φρ. Γλιστρᾷ ἡ γλῶσσα του (διὰ τὸν ἐκτρεπόμενον εἰς ἀπρεπεῖς ἐκφράσεις) Θρᾴκ. (Αἶν.) Γλίστρησε ἡ γλῶσσα του (ἐξεστόμισέν τι ἀκουσίως) Λεξ. Περίδ. Βυζ. Βλαστ. Γλιστρίδα ἤφαε καὶ γλιστρᾷ ἡ γλῶσσα του (διὰ τὸν συνεχῶς ὁμιλοῦντα). Φέξε μου καὶ γλίστρησα ἢ Φώτα μου καὶ γλίστρησα (ἐπὶ ἐπικειμένης περιπετείας ἢ κινδύνου ἀποτυχίας, οὐχὶ δὲ σπανίως καὶ εἰρωνικῶς) σύνηθ. Φέξι μ᾽ κὶ γλίστρησα (ὁμοίως) Εὔβ. (Στρόπον.) Πιˬάστε με, γιˬατ᾿ ἐγλίστρησα (ὁμοίως) σύνηθ. Σιγὰ κ’ ἐγλίστρησα (ὁμοίως) Πελοπν. (Γαργαλ.) Ἔχε γε͜ιὰ κ’ ἐγλίστρησα (ἐπὶ ὑποστάντος ἀτύχημα) Χίος. Γλιστράω σὰν τὸ χέλι (ἐπὶ τῶν εὐελίκτων, τῶν ἐπιτυγχανόντων νὰ ὑπεκφεύγουν κατὰ τὰς δυσκόλους περιστάσεις) σύνηθ. Σὰν τ’ ἀχιˬόλ-λι γλιστρᾷ (ὁμοίως) Κῶς (Πυλ.) || Παροιμ. Ἠγλίστρησε ὁ τέτζερης καὶ ηὗρε τὸ καπάκι (ἐπὶ συμπτώσεως κακῶν χαρακτήρων) ’Ιων. (Σμύρν.) Συνων. παροιμ. ’Εκύλησε ὁ τέτζερης καὶ βρῆκε τὸ καπάκι. Δὲν εἶναι ποὺ γλιστρᾷς, παρὰ σοῦ λὲν καὶ τύφλα (διὰ τοὺς ἀτυχήσαντας καὶ ἐπικρινομένους ὑπὸ τῶν ἄλλων) Θήρ. || ᾌσμ. Ρῖξι νιρό’ς τήν πόρτα σου, νὰ διˬάβου νὰ γκλιστρήσου, νὰ ’βρῶ ’φουρμὴ ’π’ τ’ αδέρφιˬα σου νὰ’ ρθῶ νὰ σὶ φιλήσου Μακεδ. (Κοζ.) Δὲν τοὺ θέλου τ’ἀχιλάκι | καὶ γλιστρᾷ ’π’ τοὺ σκουτιλάκι Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἦταν ἡ μέρα βρουχιρή κ’ ἡ νύχτα χιˬουνισμένη κί γλίστρησα κὶ ἔπισα κὶ χύθ’κι τοὺ μιλάνι Μακεδ. (Γρεβ.) Ἔκαμα και τον καλὸ μου | βράκα και ποκαμισάκιˬα κὶ ἀπὸ τὴν πολλὴ χαρά του | λίστρησε κ᾽ ἔπεσε κάτου Προπ. (Χηλ.) Ἡ μάννα μ’ τσι-γ- ἡ μάννα σ’ πηγαῖνα’ ’ς τοὺ καμπούδ’ τσὶ γλίστρησι-γ-ἡ μάννα σ’ τσ’ ἔπισι πά’ ’ς τ’ ἀγγούρ’ (καμπούδ’ = μικρὸς κάμπος) Λεσβ. β) Μεταφ., ὑπεκφεύγω, διαφεύγω σύνηθ.: Πάλι γλίστρησε (= διέφυγε). Καὶ τούτη τὴ φορὰ μᾶς γλίστρησε σύνηθ. ΙΙρέπ’ νὰ γλιστρᾷς ἀποὺ κάτ’ τέτο͜ια Στερελλ. (’Αχυρ.) Τήρα νὰ γλιστρή’ῃς ἀπ᾿ αὐτὴν τ᾽μ παρέα αὐτόθ. Τό ᾽βαλε ’ς τὴν ἀρέdα καὶ μοῦ γλίστρησε (τό ’βαλε ’ς τὴν ἀρέdα = ἔφυγε τροχάδην) ’Οθων. Συνών. λασκάρω, ξεγλιστρῶ, ξελασκάρω, ξεφεύγω. 2) Ἐμπίπτω εἰς παγίδα Εὔβ. ('Αγία Ἄνν.) 3) Εἶμαι ἢ καθίσταμαι ὀλισθηρός, ἐπὶ τόπου κοιν.: Ἐδῶ γλιστράει τὸ μέρος. Ἔβρεξε καὶ γλιστράει ὁ τόπος κοιν. Εἶνι ἀλειμμένα ἄλειμμα αὐτὰ τὰ ξύλα κὶ γλιστροῦν Σκόπ. Ἅμα πέσῃ λάδι ’ς τὴν ἄσφαλτο, γλιστράει ’Αθῆν. 4) Στιλβῶ, λαμπρύνω, γυˬαλίζω Λεξ. Πόππλετ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/