γυˬαλιˬάζομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυˬαλιˬάζομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γυˬαλιˬάζομαι ἐνιαχ. γυˬαλ-λιˬάζουμαι Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γυˬαλί, διὰ τὸ ὁπ. βλ. γυˬαλὶ 4.

Σημασιολογία

Κατοπτρίζομαι. Συνών. γυˬαλίζω 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/