δαιμονόσπερμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαιμονόσπερμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

δαιμονόσπερμα τό, Λεξ. Μπριγκ. Πρω. Δημητρ. διμουνόσπιρμα Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) δαιμονόσπαρμα Θήρ. Κυκλ. Πελοπν. (Κίτ. Μάν. κ.ἀ.) - Λεξ. Πρω. διμουνόσπαρμα Εὔβ. (Ἄκρ.) Μακεδ. (Καταφύγ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. δαίμονας καὶ σπέρμα. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. δαιμονοσπέρματα καὶ εἰς Σομ.

Σημασιολογία

1) Τὸ σπέρμα, τὸ γέννημα, τοῦ δαίμονος κυρίως ὡς ὕβρις, ὁ κακός, ὁ μοχθηρὸς ἄνθρωπος Θήρ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Κυκλ. Μακεδ. (Καταφύγ.) - Λεξ. Μπριγκ. Πρω. Δημητρ. 2) Ἐπὶ παιδίων, τὸ ἀνήσυχον καὶ δύστροπον Εὔβ. (Ἄκρ.) Πελοπν. (Κίτ. Μάν κ.ἀ.) : Θὰ σὶ πιˬάσου νὰ σὶ τσακίσου, μώρ᾿ διμουνόσπαρμα τ᾿ κιˬαρατᾶ! Ἄκρ. Δὲν ἡσυχάζει καθόλου τὸ δαιμονόσπαρμα! Κίτ. Μάν. Συνών. ἀνεμόσπερμα, δαιμονοσπορά, δαιμονόσπορος, διαβολόσπερμα, διˬαβολόσπορος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/