δάκνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δάκνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
δάκνω Καππ. (Ἀνακ. Ἀκαβάν. Γούρτον. Σινασσ. Φάρασ. Φερτ. Φλογ.) Πόντ. (Ἰνέπ. Οἰν. Σινώπ. Σούρμ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) δάκινω Πόντ. (Ἀντρέαντ. Οἰν.) δάκνου Καππ. (Μισθ.) δάκω Καππ. (Δίλ.) Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Νικόπ. Τραπ. Χαλδ.) ντάκω Καππ. (Μισθ.) δακῶ Καππ. (Μισθ. κ.ἀ.) Πόντ. (Κοτύωρ.) Μέσ. δάχκουμαι Πόντ. (Χαλδ.) Παρατ. ἔδακνον Πόντ. ἔδακινα Πόντ. (Οἰν.) δάκνισκα Καππ. (Ἀνακ. Αραβάν. Φλογ.) Ἀόρ. ἔδακα Καππ. (Μισθ.) Ποντ. (Κερασ.) ἔντακα Καππ. (Μισθ.) ἔδαξα Πόντ. (Κοτύωρ.) Προστ. δάκα Καππ. (Μισθ.) δάκε Καππ. Πόντ. (Τραπ.) δάκον Πόντ. (Τραπ.) δάκ᾿σον Πόντ. (Κάρς Χαλδ.) Μετοχ. δαγμένος Πόντ. δακμένος Πόντ. (Τραπ.) ντακμένος Καππ. (Μισθ.) δακεμένος Πόντ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. δακνω. Ὁ τύπ. δάκνω ἐκ τοῦ ἀορ. ἔδακα, τὸ ὁπ. ἐκ τοῦ ἀρχ. ἔδακον. Ὁ τύπ. δάκινω δι᾿ ἀναπτύξεως συνοδίτου φθόγγου.
Σημασιολογία
1) Δαγκάνω ἔνθ᾿ ἀν.: Τσύλλος ἔδακέ με Πόντ. (Ἰνέπ.) Ἡ γάττα ἔδακεν τὸν ποντικὸν Πόντ. (Τραπ.) Ἡ τσαγάνα ἔδακεν τὸ χέρι μ᾿ (τσαγάνα = καρκίνος) Πόντ. (Κοτύωρ.) Εἷνας φτεῖρα ἔδακέ με Πόντ. (Τραπ.) Ὁ ψύλλον ἔδακεν τὸ ποδάριν μ᾿ αὐτόθ. Δάκω καὶ κουράζω τὰ δάχτυλά σ᾿ (κουράζω = ἀποκόπτω) Πόντ. (Κοτύωρ.) Ἔδαξέ με εἷς κανάρα (= κώνωψ) αὐτόθ. Τὸ μωρὸν ἔσπιγξεν κ᾿ ἔδακεν τὸ τσιτσίν μ᾿ (τὸ βρέφος ἔσφιξε τοὺς ὀδόντας καὶ ἐδάγκασε τὸν μαστόν μου) Πόντ. (Τραπ.) Ἀτόσον καὶ ζελέας ἔν᾿, ἅμον κυλλὶν δάκ᾿ με (τόσον ζυλότυπος εἶναι, ὥστε ὡσὰν σκυλλὶ μὲ δαγκάνει) Πόντ. (Χαλδ.) Ἀνdὶ γουτούζι στυλλὶ μὴ δάκνῃς (ὡσὰν λυσσασμένο σκυλλὶ μὴ δαγκάνῃς) Καππ. (Φάρασ.) Ἔδακέν το ἕνα ὀφίρ Καππ. (Ἀραβάν.) Ὀγὼ ἔδακα τὰ μαχαίρ᾿ Καππ. (Μισθ.). Σίτ δάκινε λιθάρα ᾿κ᾿ ᾿ὲν καλὸν λύκος ᾿ὰ κρούῃ ᾿ς σὸ σιρὶν (ὅταν δαγκάνουν πέτρες ἐνν. τὰ πρόβατα, δὲν εἶναι καλὸς οἰωνός· λύκος θὰ ἐπιτεθῇ στὸ κοπάδι) Πόντ. (Ἀντρεάντ.) Σκορπιὸς ἂ σέ δάκ᾿, ἂν τὸ εὕρῃς, νὰ τὸ σκοτώσῃς καὶ νὰ τὸ βάλῃς σὸ μέρο τ᾿ (ἂν σὲ δαγκάσῃ σκορπιός, ἂν τὸν βρῇς, νὰ τὸν σκοτώσῃς καὶ νὰ τὸν βάλῃς στὸ μέρος ποὺ σὲ δάγκασε) Καππ. (Δίλ.) || Φρ. Ἔδακα τὴν γλῶσσαν μ᾿ (συνεκρατήθην) Πόντ. Δάκα τὴ γλῶσσα σου (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Καππ. (Μισθ.) Ἔδαξα τὰ χείλ μ᾿ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πόντ. (Νικόπ.) Ἔδακα τὴν χολήν μ᾿ (κατέστειλα τὸν θυμόν μου) Πόντ. Πβ. τὸ ἀρχ. «τὸν θυμὸν δάκων» Ἀριστοφ., Νεφ. 1369. || Παροιμ. Ὁ συγγενόν τὸν συγγενὸν δάκ᾿ καὶ ᾿κὶ ἀχπά᾿ (τὸ ὑπὸ τοῦ συγγενοῦς προξενούμενον κακὸν δὲν προχωρεῖ μέχρις ἐσχάτων) Πόντ. Δάκει καὶ ἀχπάνει (ἐπιτυγχάνει εἰς τὰς ἐπιχειρήσεις του) Πόντ. Τὸ σκυλλὶν ποὺ ὕλάζ᾿ πολλὰ ᾿κὶ δάκ᾿ (= ὁ σκῦλλος ὁ ὁποῖος γαβγίζει πολύ, δὲν δαγκάνει· ἐπὶ τοῦ ἀπειλοῦντος διαρκῶς, ἀλλ᾿ οὐδέποτε πραγματοποιοῦντος τὰς ἀπειλάς του) Πόντ. (Ἀντρεάντ.) || Αἴνιγμ. Στόμαν ᾿κ᾿ ᾿ἔχ᾿ καὶ δάκνει (᾿κ᾿ ἔχ᾿ = οὐκ ἔχει· ἡ τσουκνίδα) Πόντ. || ᾌσμ. Τὰ τραωδίας τὰ καλά τ᾿ ἕναν πέει, τ᾿ ἄλλο ἄξον, τὰ ἔμορφα τὰ κόραα τ᾿ ἕνα φίλ᾿ τ᾿ ἄλλο δάξον (τραωδίας = τραγούδια πέει = πὲς ἄξον = ἄκου) Πόντ. Μάννα μου, ψύλλος μ᾿ ἔδακεν ᾿ς τὴν ρῶγαν τοῦ βυζιˬοῦ μου Πόντ. (Κερασ.) Γιˬὰ δάκε ἀσ᾿ σὸ μαράκινο | γιˬὰ δάκ᾿ ἀσ᾿ σὸ σταφύλι (μαράκινο = ρωδάκινον) Καππ. 2) Μεταφ., ἐπὶ ἐδεσμάτων, ἁλατισμένων περισσότερον τοῦ δέοντος, ἐρεθίζω τὴν αἴσθησιν τῆς γεύσεως Πόντ. (Κερασ. Τραπ. κ.ἀ.) : Φρ. Τὸ φαγὶν ἔδακεν ἁσ᾿ σ᾿ ἅλας (τὸ φαγητὸν ἔγινε ἁλμυρόν) Πόντ. Συνών. φρ. Τὸ φαῒ τσιμπᾷ ᾿ς τ᾿ ἁλάτι Τ᾿ ἅλας ἔδακεν τὸ φαῒν (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Τραπ. Ἔδακει τὸ φαγὶν (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πόντ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA