γυˬάλισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυˬάλισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γυˬάλισμα τό, κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν.) γυˬά᾽σμα βόρ. ἰδιώμ. γυˬάλισμαν Πόντ. (Σταυρ. Τραπ.) γυˬάλ-λισμαν Λυκ. (Λιβύσσ.) γυˬάλ-λισμα Κῶς Νίσυρ. Σύμ. κ.ἀ. ᾽υˬάλισμα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γυˬάλιμαν Πόντ. (Χαλδ.) δυˬάλισμα Θεσσ. (Τρίκερ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γυˬαλίζω. Ὁ τύπ. δυˬάλισμα δια τὴν συνήθη εἰς τὸ ἰδίωμα τροπὴν τοῦ γ εἰς δ.
Σημασιολογία
1) Ἡ στίλβωσις λείας τινὸς ἐπιφανείας δια τριβῆς ἢ διὰ βαφῆς κοιν.: Τὸ γυˬάλισμα τῶν παπουτσιˬῶν - τῶν ἐπίπλων - τῶν χαλκωμάτων κοιν. Θέλουνε γυˬάλισμα τὰ παπούτσιˬα σου. Εἶναι ἀγυˬάλιγα Πελοπν. (Βούτσ.) Πῶς γυˬαλ-λοκοποῦ ν-dὰ παπούτσιˬα του! ἤκαμέν-dως ὅμως τσ᾽ ἕνα γυˬάλ-λισμα! Κῶς. Ὡραῖο ᾽ναι τὸ ᾽υˬάλισμα τῶ bαπουτσιˬῶ dου Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Συνών. γυˬάλιση, λαμποκόπημα. β) Ἡ στιλπνότης, τὴν ὁποίαν παρουσιάζουν τὰ ἐνδύματα ἐκ τῆς πολλῆς χρήσεως κοιν.: Τὸ γυˬάλισμα τοῦ σακακκιˬοῦ - τοῦ πανταλονιˬοῦ κοιν. Συνών. γυˬαλάδα 1β, γυˬαλοκόπημα, γυˬαλοκοπιˬὰ 2) Ἡ λάμψις, τὴν ὁποίαν ἐκπέμπει λεία ἐπιφάνεια μετάλλου ἢ ὕδατος κοιν.: Τὸ γυˬάλισμα τοῦ διαμαντιˬοῦ - τοῦ σμάλτου - τοῦ γυˬαλιˬοῦ - τοῦ νεροῦ - τοῦ ματιˬοῦ - τοῦ λαδιˬοῦ κοιν. 3) Ἡ ὡρίμανσις ὀπωρῶν, ἐκ τῆς στιλπνότητος, τὴν ὁποίαν ἀποκτοῦν αὗται Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Βούτσ. Δίβρ. Γαργαλ. κ.ἀ.): Εἶναι ᾽ς τὸ γυάλισμα τὰ σταφύλια Βούτσ. Εἶναι πάνου ᾽ς τὸ γυˬάλισμά τους οἱ ντομάτες μου Γαργαλ. Ἀπάνω ᾽ς τὸ ᾽υˬάλισμά τζη ᾽ναι ἡ φουσκιˬὰ (= κορομηλιὰ) Ἀπύρανθ. Συνών. γυˬαλισμός 2. 4) Ὁ κατοπτρισμὸς Ἀντίπαξ. Παξ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA