γυˬαλιστάρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυˬαλιστάρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γυˬαλιστάρα ἡ, Γ. Δροσίν., Διηγήμ., 137 γυˬαλ᾽στάρα Εὔβ. (Ἱστ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γυˬαλιστὸς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άρα, διὰ τὴν ὁπ. βλ. -άρος.

Σημασιολογία

Γυναικεῖον κόσμημα ἀποτελούμενον ἐκ τριῶν ἢ τεσσάρων σειρῶν ἀργυρῶν νομισμάτων προσηρμοσμένων ἐπὶ σιριτίου, τὸ ὁποῖον ἔφεραν ἐπὶ τοῦ μετώπου ἢ τοῦ στήθους αἱ γυναῖκες τῶν ἀπορωτέρων κοινωνικῶν τάξεων ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀνοίγει τὴν κασέλα της μὲ τὰ προικιˬά της τὰ καλοσυγυρισμένα καὶ τὰ πετᾷ ὅλα ἔξω, μαδᾷ τὸ γιˬουρντάνι καὶ τὴν γυˬαλιστάρα της καὶ πετᾷ ᾽ς τὶς τέσσερες ἄκρες τὰ τάλλαρα καὶ τὶς δραχμές Γ. Δροσίν., ἔνθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/