γυˬαλιστερὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυˬαλιστερὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γυˬαλιστερὸς ἐπίθ. Κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. Τραπ.) γυˬαλιστιρὸς Μακέδ. (Γήλοφ. Δασοχώρ. Πεντάπολ. κ.ἀ.) γυˬα᾽στερὸς Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν. Ἄκρ.) γυˬα᾽στιρὸς πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. γυˬαλ-λιστερὸς Κῶς Σύμ. κ.ἀ. ᾽υˬαλιστερὸς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Θηλ. γυˬαλιστερέσσα Πόντ. (Τραπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γυˬαλιστὸς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. –ερός.

Σημασιολογία

1) Ὁ στίλβων ὡς ἡ ὕαλος ὁ λάμπων κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. Τράπ.): Γυˬαλιστερὸ πάτωμα - παράθυρο, γυˬαλιστερὰ παπούτσιˬα - ἔπιπλα – μάτιˬα κοιν. Γυαλ-λιστερὰ πού᾽ναι ν-dὰ μ-μάθτιˬα τῆς ἀλαποῦς! Κῶς. Τὸ ᾽τρίψι καλὰ τοὺ βραχιˬό᾽κὶ τὸ ᾽καμι γυˬαλ᾽στερὸ κὶ τοὺ πούλ᾽σι Εὔβ. (Ἄκρ.) Ηὗρε πέτρες γυˬαλιστερές, ποὺ ἄστραφταν (ἐκ διηγ.) Θρᾴκ. (Ξάστρ.) 2) Ὁ λεῖος ὡς ἡ ὕαλος Πελοπν. (Βούτσ. Ξεχώρ.) κ.ἀ.): Εἶναι γυˬαλιστερὲς οἱ πέτρες καὶ γλιστρᾶνε Βούτσ. 3) Ούδ. οὐσ. κατὰ πληθ. εἰς τὴν συνθηματ. γλῶσσαν τῶν κτιστῶν, τὰ παράθυρα Μακεδ. (Σιάτ. Σίτ.) Συνών. γυˬαλιστήρι 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/