γυˬαλιστῆρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυˬαλιστῆρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γυˬαλιστῆρα ἡ, Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) γυˬαλ-λιστῆρα Κύπρ. Χίος γυˬα᾽στῆρα Στερελλ. (Ἰτέα) γυˬα᾽στήρου Μακεδ. (Καταφύγ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γυˬαλίζω καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -τῆρα.

Σημασιολογία

1) Βυρσοδεψικὸν ἐργαλεῖον, διά τοῦ ὁποίου λειαίνουν καὶ στιλβώνουν τὴν ὄψιν τῶν δερμάτων κατὰ τὸ τελευταῖον στάδιον τῆς κατεργασίας Στερελλ. (Ἰτέα). 2) Τὸ ὀρυκτὸν γύψος, ἡ κιμωλία γῆ, ἐκ τῆς στιλπνότητος, τὴν ὁποίαν παρουσιάζει Κύπρ. 3) Μεταφ., γυνὴ εὐειδής, ἐπιρρεπὴς εἰς τὰς ἡδονὰς Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Μακεδ. (Καταφύγ.) Χίος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/