ἀπελέκητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπελέκητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπελέκητος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν.) ἀπιλέ’τους βόρ. ἰδιώμ. ἀπιλέτσ’τους Θεσσ. (Τρίκκ.) Λέσβ. ἀπιλέτ’τους Λέσβ. ἀπελέκετος Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀπελέτετος Πόντ. (Ὄφ.) ἀπελέκιστος Πόντ. (Ἀμισ.) ἀπελέκιγος Πελοπν. (Τριφυλ.) ἀπιλέ’γους Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀπελέκητος.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Ὁ μὴ πελεκηθείς, ἐπὶ ξύλου κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ κ.ἀ.): Ἀπελέκητο ξύλο κοιν. Ἀκόμανε τὸ ξύλο στέκεται ἀπελέκιστον Ἀμισ. || Γνωμ. Ἄνθρωπος ἀγράμματος ξύλο ἀπελέκητο κοιν. 2) Ἀκατέργαστος, ἀξεστος, ἐπὶ σκληρᾶς ὕλης κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ.): Ἀπελέκητη πέτρα κοιν. Οἱ μαρμαρένιοι Παρθενῶνες εἶναι χτισμένοι ’πάνω ᾿ς ἀπελέκητους βράχους ΚΠαλαμ. Γράμματ. 2, 190. Β) Μεταφ. 1) Ὁ τραχὺς τοὺς τρόπους, ἀξεστος, ἀπαίδευτος πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἀπελέκητος ἄνθρωπος πολλαχ. Ἀτὸς ὀλίγον ἀπελέκετος ἔν᾿ Χαλδ Ἔτσι ἀπόμεινε ἡ αὐστηρὴ ἀπελέκητη χωριˬάτισσα ΚΧατζόπ. Πύργ. Ἀκροπότ. 10. Συνών. ἀγλούπιστος 2 β, ἀγροίκητος Β 4, ἀγροῖκος (Ι) 1, χοντρός, χωριˬάτης. β) Ἐπὶ λόγου, ἀγροῖκος, τραχὺς Λέσβ.: Ἀπιλέτσ᾿τα λόγια. 2) Ὁ μὴ σωφρονισθείς ὑπὸ τῆς πείρας, ἀνόητος, μωρὸς Πόντ. (Ὄφ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/