γυˬαλίτικος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυˬαλίτικος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γυˬαλίτικος ἐπίθ. Χίος γυˬαλ-λίτικος Χίος (Καρδάμ. κ.ἀ.) ᾽υˬαλίτικος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Θηλ. ᾽υˬαλίτικια Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὗσ. γυˬαλὶ καὶ τῆς παραγωγ. καταλ -ίτι-κος.
Σημασιολογία
1) Ὑάλινος Χίος (Καρδάμ. κ.ἀ.) Συνών. γυˬάλινος Α1. 2) Ἐπὶ ἀγγείων, ὁ ἐκ πορσελάνὴς ἢ ἀργίλλου κατεσκευασμένος καὶ ἀλειμμένος δι᾽ ἀλοιφῆς, ἤτοι χημικοῦ πολτοῦ, ὁ ὁποῖος προσδίδει στιλπνότητα Νάξ. (Ἀπύρανθ.): ᾽υˬαλίτικος κεσές, ᾽υˬαλίτικη λεκάνη. Ἀότες ἐτρώαμεν ὅα σὲ μιˬὰ ᾽αβάθα, τώρα θέμεν ὅλοι ᾽υˬαλίτικα bιάτα. Συνών. γυˬάλινος Α2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA