ἀπελπισμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπελπισμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀπελπισμὸς ὁ, ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1, 416 LRoussel Grammaire 334 ΜΜαλακάσ. Ἀσφόδ. 19 ἀπορπισμὸς Κρήτ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. οὐσ. ἀπελπισμός.

Σημασιολογία

Ἀπελπισία 1, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. ’Σ τὴ δύσι ἀπόψε κόκκινο σταμάτησες, φεγγάρι, καὶ ’ς τὴν ἀνατολή, ὅση μαυρίλα δύνεται ὁ ἀπελπισμὸς νὰ πάρῃ κι ὁ τάφος ὅση κλεῖ ΜΜαλακάσ. ἔνθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/