γυˬαλοκλούβι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυˬαλοκλούβι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γυˬαλοκλούβι τό, ἐνιαχ. γυˬαλ-λοκλούβιν Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γυˬαλὶ καὶ κλουβί.

Σημασιολογία

Τὸ οἱονεὶ ἐξ ὑάλου κλωβίον, συνήθως εἰς ποιητικὰς ἢ φανταστικὰς ἐκφράσεις ἔνθ᾽ ἀν.: Ἔει τον μέσ᾽ ᾽ς τὸ γυˬαλλοκλούβιν ᾽μέραν ταὶ νύχταν Κύπρ. Διορίζει εὐτὺς ταὶ κάμνουσιν ἕνα γυˬαλ-λοκλούβιν ὁλόχρουσον μὲ μίαν ἁλυσίαν, ὅσο βάχος εἶεν ἡ χάλασσα (βάχος = βάθος, χάλασσα = θάλασσα˙ ἐκ παραμυθ.) αὐτόθ. || ᾌσμ. Ἔβκαλεν ταὶ τὴλ-λυερὴν πάνω ψηλὴν παμπούλαν ταὶ γυˬαλ-λοκλούβιν ἔκαμεν ταὶ μέσα τὴν καθίσκει (παμπούλα = μικρὸς λόφος) αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/