γυˬαλοκόβω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυˬαλοκόβω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γυˬαλοκόβω (ΙΙ) ἐνιαχ. γυˬαλουκόβου Εὔβ. (Στρόπον.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γυˬαλί, διὰ τὸ ὁπ. βλ. γυˬαλὶ Β1β, καὶ τοῦ ρ. κόβω.
Σημασιολογία
Ἐπὶ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τοῦ καιροῦ, αἰθριάζω προσωρινῶς, συνήθως κατὰ γ᾽ ἐν. πρόσωπ. ἔνθ᾽ἀν.: Γυˬαλουκόβ᾽ Εὔβ. (Στρόπον.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA