ἀπέλπιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπέλπιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπέλπιστος ἐπίθ. ΔΣολωμ. 58 ἀπέρπιστος Χίος ἀπελπιστὲ Τσακων άπολπιστὲ Τσακων. ἀπορπιστὲ Τσακων.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀπέλπιστος.
Σημασιολογία
Ὁ ἀπολέσας τὰς ἐλπίδας του, ἀπηλπισμένος, ἄπελπις ἔνθ᾿ ἀν.: Ἀπέρπιστος ἄνθρωπος Χίος Ἁ πεντάμορφο, ἀπελπιστὰ ἁ κουβάνα, τσί νὰ πῇ; (ἡ πεντάμορφη, ἀπηλπισμένη ἡ καημένη, τί νὰ πῇ; Ἐκ παραμυθ.) Τσακων. || ᾎσμ. Κάε Δευτέρα γίνεται ’ς τὸν οὐρανὸν ντιβάνι, κάε ἀπέρπιστη ὀρφανὴ τὴν τύχην της θενά ’βρῃ (κάε=κάθε) Χίος || Ποίημ. Ἐτσακίζανε τὰ ᾽χνάριˬα | ’ς τὴν ἀπέλπιστη φυγὴ ΔΣολωμ. ἔνθ’ ἀν. Συνών ἀνέλπιδος 2, ἀπελπισμένος (ἰδ. ἀπελπίζω 1).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA