ἀπεμπρὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπεμπρὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀπεμπρὸς ἐπίρρ. σύνηθ. ἀπιbρὸς Θεσσ. ἀπέμπρου Πόντ. (Κερασ. Τραπ. κ.ἀ.) ἀπέμπρ’ Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἀπέμρ’ Πόντ. ἀπέμπρ Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.) ἀπομπρὸς σύνηθ. ἀποbρὸς Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κ.ἀ. ἀπουμπρὸς Λυκ. (Λιβύσσ.) Τῆλ. ἀπομπρὸ Καππ. ἀομπρὸς Ἰκαρ. Κάσ. ἀοbρὸς Σύμ. ἀουμπρὸς Χίος ἀομπρόσε Χίος ’πομπρὸς Κύπρ. ᾿πουbρὸς Ἴμβρ. Συγκριτ. ᾿πομπρύτ-τερα Κύπρ. –ΣΚούφα Ποίημ. ἐρωτ. 7

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς ἐπιρρηματ. συνεκφορᾶς ἀπ᾿ ἐμπρός. Ὁ τύπ. ἀπομπρὸς καὶ μεσν. Πβ. Γαδάρ. διήγ. στ. 276 (ἔκδ. Wagner σ. 132) «ἡ κακογρὰ ἐβγῆκεν ἀπομπρός του».

Σημασιολογία

1) Τοπικῶς ἐπὶ κινήσεως ἀπὸ τόπου, ἀπέμπροσθεν σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) : Ἔφυγε - χάθηκε ἀπομπρός μου σύνηθ. || Φρ. Τὸν πῆρε ἀπομπρός (τὸν ἐπέπληξεν αὐστηρῶς. Συνών. φρ. τὸν ἔβαλε μπροστὰ) πολλαχ. Ἔβαλέν τον ᾽πομπρὸς (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κύπρ. Ἔρθεν ἀπέμπρ μ᾽ (μοῦ βγῆκε σὲ κακὸ) Χαλδ. || Παροιμ. Ἀπουμπρὸς δακ-κᾷ κιˬ ἀπουπίσου λαχτᾷ (ἐπὶ σκαιοῦ καὶ ἀγροίκου μὴ δεχομένου συμβουλὰς) Λυκ. (Λιβύσσ.) Ἀπομπρὸς τσυρὰ Μαριὼ τσ᾿ άποπίσω κοστσινοῦ (ἐπὶ τῶν κατηγορούντων ἀπόντας πρὸς τοὺς ὁποίους φέρονται φιλικῶς) Ἴος Ἀπέμρ᾽ κυρὰ κι ἀποπίσ’ κοσκινόκολη (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Πόντ. Κἄτ’ ἐποίκα τ᾿ Ἀεργί’ κ᾿ ἔρθεν ἀπέμπρ μ᾽ (κἄτι ἔκαμα τὴν ἡμέραν τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Γεωργίου καὶ ἦλθεν ἐμπρός μου, ἤτοι κἄποιαν ἐργασίαν ἔκαμα καὶ τιμωροῦμαι διὰ τὸ ἁμάρτημά μου. Ἡ παροιμ. λέγεται σκωπτικῶς ἐπὶ προσώπου, τοῦ ὁποίου ἡ παρουσία εἶναι εἰς ἡμᾶς εἰς ἄκρον δυσάρεστος) Χαλδ. || ᾎσμ. Ἀπιbρὸς μὶ δέρ’ ἡ πύριˬα | κιˬ ἀπουπίσου ἡ ἀνατσίρριˬα Θεσσ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Σαχλίκ. Γραφαὶ καὶ ἀφηγήσεις στ. 322 (ἔκδ. Wagner 89) «κ᾿ ἐμίσησέν τους ὁ Θεὸς κ᾽ ἐβγήκαν ἀπεμπρός του». β) Εἰς τὸ ἔμπροσθεν μέρος, ἐμπρὸς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πόντ. (Σάντ. Τραπ. κ.ἀ.) Σύμ. κ.ἀ.: Τὸ φουστάνι σου ἀνεσύρνει ἀποbρὸς (ἀνασύρεται εἰς τὸ ἐμπρὸς μέρος) Ἀπύρανθ. Ἐσ’κῶθαν πάγ’νε, ὁ πάρδον ἀπέμπρ’ καὶ τὸ λεοντάρι ἀποπίσ’ (πάρδον=γάττος. Ἐκ παραμυθ.) Χαλδ. || Φρ. Ἀοbρὸς σ᾽ ᾿ὰ τρώῃς (μάτην ὁμιλεῖς περὶ ξένων πραγμάτων) Σύμ. || Παροιμ. Ἀπέμπρ᾿ λιμνὶν κιˬ ἀποπίσ’ θάλασσα (ἐμπρὸς λίμνη καὶ πίσω θάλασσα. Ἐπὶ δυσαπαλλάκτων κακῶν. Συνών. φρ. μπρὸς βαθὺ καὶ πίσω ρέμα) Σάντ. || ᾌσμ. Ζὠσετε τὸ καράβι μου μ’ ἅλυσι σιδερένη κιˬ ἂς ἔρθουν δώδεκ᾽ ἀπουμπρὸς καὶ δώδεκ’ ἀπουπίσου Τῆλ. ίλιˬους ἀπέμπρ’ ἐσκότωσεν καὶ μύριˬους ἀποπίσω Τραπ. || Αἴνιγμ. Ἀπέμπρου ἔ’ τὴν ράιˬαν, ἀποπίσ’ τὴν κοιλίαν (ἡ κνήμη) αὐτόθ. 2) Χρονικῶς, πρότερον, πρωτύτερα Κάρπ. Κύπρ. -ΣΚούφας ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Θαρεῖς πῶς εἶναι πέρ’σι τὴν ἀπομπρὸς χρονιὰν ποῦ ᾽πῆρνες τὰ καράβιˬα ἀποὺ τὸν βασιλεˬὰ Κάρπ. -Ποίημ. Εἶπαν μου ὅτι ἔλειπεν εὐθὺς ᾿κείνην τὴν ὥραν ὁ κύρις της ᾽πομπρύτ-τερα ἐπῆεν εἰς τὴν χώραν ΣΚούφας ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/