γυˬαλόπαγος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυˬαλόπαγος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γυˬαλόπαγος ὁ, ἐνιαχ. Π. Παπαχριστοδ., Χριστούγ. Θρᾴκ., Ἀρχ. Θρᾳκ. Θησ., 3 (1936-1937), 74 γυˬαλοπάγι τό, Σ. Γρανίτσ., Ἄγρια καὶ ἥμερα, 164 Π. Παπαχριστοδ., ἔνθ᾽ ἀν., σ. 71 γυˬαλουπάγ᾽ Α. Ρουμελ. (Στενημαχ. Φιλιππούπ.) Θρᾴκ. (Αἶν. Σουφλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γυˬαλὶ καὶ πάγος.

Σημασιολογία

Ὁ ὑαλώδης ἐπίπαγος, ὁ σχηματιζόμενος ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας χιόνων ἐκ τοῦ ἐπιπίπτοντος ὀμβρίου ὕδατος ἢ ἐκ τοῦ ὕδατος τοῦ προερχομένου ἐκ τῆς τήξεως αὐτῶν ἔνθ᾽ ἄν.: Πήγαιναν ν᾽ ἀκούσουν τὸ «Χριστὸς γεννᾶται», πατώντας χιˬόνιˬα καὶ γυˬαλοπάγους Π. Παπαχριστοδ., Χριστούγ. Θρᾴκ., ἔνθ᾽ ἀν., σ. 74. Ἔβριξι τ᾽ νύχτα κὶ γί᾽κι γυˬαλουπά᾽ Θρᾴκ., (Σουφλ.) Ἡ γῆ σφίγγει τὴ νύχτα ἀπὸ τὸ γυˬαλοπάγι Σ. Γρανίτσ., ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. δροσόπαγος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/