ἀπεργία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπεργία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀπεργία ἡ, λόγ. κοιν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀπεργός.
Σημασιολογία
Ἡ ἀπὸ συμφώνου τῶν ἐπὶ μισθῷ ἐργαζομένων ὁμαδικὴ ἀποχὴ ἀπὸ τῆς ἐργασίας πρὸς ἐπιβολὴν ἀξιώσεων ἢ ἔνδειξιν διαμαρτυρίας, ἀλληλεγγύης κττ.: Ἔχουμε-κάνουμε ἀπεργία.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA