ἀπερηφάνευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπερηφάνευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἁπερηφάνευτος ἐπίθ. πολλαχ. καὶ Πόντ. (Τραπ.) ἀπερ’φάνευτος Πόντ. (Τραπ.) ἀπιρηφάνιφτους Λέσβ. (Πάμφιλ.) ἀπιρ’φάνιφτους Ἤπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *περηφανευτὸς < περηφανεύομαι.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ὑπερηφανευόμενος, μετριόφρων, εὐπροσήγορος, καταδεκτικός: Ἀπερηφάνευτος ἄνθρωπος. Ἀπερηφάνευτη γυναῖκα πολλαχ. Συνών. ἀπερήφανος, καταδεχτικός, ταπεινός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA