δακρύζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δακρύζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

δακρύζω κοιν. καὶ Καππ. (Γούρτον.) Πόντ (Ἀμισ. Οἰν.) Τσακων. (Βάτικ. Χαβουτσ.) dακρύζω Καππ. (Ἀραβάν.) Χίος δακρύζου κοιν. βορ. ἰδιωμ. δακρύζ-ζω Ἡράκλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) Κάλυμν. Κῶς Μεγίστ. Ρόδ. κ.ἀ. δακλύdζω Καλαβρ. (Μπόβ.) δακύζουρ ἔνι Τσακων. (Μέλαν. Πραστ. Τυρ.) δακρύζουρ ἔνι Τσακων (Καστάν. Σίταιν.) βακρύζω Κάρπ. Κύπρ ᾿ακρύζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) δκρύζω Πόντ. (Ἴμερ. Τραπ. Χαλδ.) δακρῶ Πόντ. (Τραπ.) δακρῶ Πόντ. dαμ-μύdζω Ἀπουλ. Μέσ. δακρυˬοῦμαι Καππ. (Ἀνακ.) δκροῦμαι Πόντ. (Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. δακρύω. Πβ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1, 277.

Σημασιολογία

Ὁ τύπ. βακρύζω καὶ εἰς κείμενον τοῦ 16ου αἰ., βλ. Ε. Legrand, Biblioth. 2,73,29,στ. 6 «πρέπει μου μέραν νύχταν νὰ βακρύζω». 1) Δακρύω, χύνω δάκρυα κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Γούρτον.) Πόντ. (Ἀμισ. Ἀντρεάντ, Ἴμερ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων. (Βάτικ. Καστάν. Μέλαν. Πραστ. Σίταιν. Τυρ.): Δακρύσανε τά μάτιˬα του ἀπὸ τὴ συγκίνηση - τὴ χαρὰ - τὰ γέλιˬα - τὸ πολὺ συνάχι. Δακρύζει καὶ κλαίει μὲ τὸ παραμικρὸ κοιν. Καθάριζ-ζεν gρομ-μύδτζιˬα τσαὶ δακρύζ-ζαν dὰμ μάθτσιˬα της ᾿πὸ τήσ σπιρτάα Κῶς. Δακρύζουσι τὰ μάιτια μου μὲ τὸ gαπνὸ Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Πολεμᾷ νὰ ᾿ακρύσῃ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ὅλ᾿ ᾿ακρυσμένος εἶσαι αὐτόθ. Ἐδάκρυσαν τ᾿ ὀμμάτ μ᾿ Ἴμερ. Σίτ δκρ ἡ εἰκόνα, πόλεμος ᾿ὰ ᾿ίνεται (ὅταν δακρύζῃ ἡ εἰκόνα, θὰ γίνῃ πόλεμος) Ἀντρεάντ. Ὄ ᾿σ᾿ ὁροῦα π᾿ ἐδακύαϊ οἱ ψιλοὶ τοῦ καμπζίου ἀπὸ τὸν καπινέ; (δὲν βλέπεις ὅτι ἐδάκρυσαν τὰ μάτια τοῦ παιδιοῦ ἀπὸ τὸν καπνό;) Τσακων. Μόλ᾿ς τοὺν κοίταξα, δάκρ᾿σα Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν). ΙΙ Φρ. Δακρύζουν τὰ μάτιˬα μου (ἐκ παθήσεώς τινος τῶν ὀφθαλμῶν καὶ ἄνευ ψυχολογικῆς τινος αἰτίας) κοιν. Δάκρυσ᾿ ἡ καρδιˬά μου, ποὺ τὸν εἶδα ᾿ς αὐτὰ τὰ χάλιˬα (κατεθλίβην) κοιν. Κλαίω καὶ δακρύζω αἷμα (ἐπὶ ὑπερβολικῆς θλίψεως) Πελοπν. (Μεσσην.) || Παροιμ. Ἀφοῦ ἀποκλάψαν ὅλοι, δάκρυσε κ᾿ ἡ χήρα (ἐπὶ τοῦ ἀκαίρως καὶ κατόπιν ἑορτῆς ἑνεργοῦντός τι) Πελοπν. (Βραχν.) Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. Συνών. παροιμ. Ὅταν ἀποκλαίανε ὅλοι, ἐδακρύωνε κ᾿ ἡ χήρα. || Γνωμ. Ἡ καρδιˬὰ σὰ δὲ πονέ᾿, τὸ μάτ᾿ δὲ δακρύζ᾿ (τὰ δάκρυα εἶναι ἀπόρροια ψυχικοῦ πόνου) Θρᾴκ. (Αὐδήμ.) || ᾌσμ. Ἀναστενάζω καὶ πονῶ καὶ κλαίω καὶ δακρύζω, ἄλλο δὲν ἔχω ἀπὸ σέ ᾿ς τὸ gόσμο νὰ ἐλπίζω Κρήτ. Βαθιˬὰ ᾿ς τὰ φύλλα τῆς καρδιˬᾶς ἔχω τὸν ἔρωdά σου, κρυφὰ δακρύζω καὶ πονῶ, σὰ βρίσκωμαι μακρά σου αὐτόθ. Ἠπόνεσα τὰ πόδιˬα μου ᾿ς τὰ ξένα νὰ γυρίζ-ζω καὶ τ᾿ ἄπλυτα τὰ πόδιˬα μου τὰ βλέπω καὶ δακρύζ-ζω Ἡράκλ. Ἄν δὲν ἀστράψῃ, δὲ βροντεῖ κιˬ ἢ δὲ βροντῇ, δὲ βρέχει κιˬ ἂ δὲν πονἑσῃ κ᾿ ἡ καρδιˬά, τὰ μάτιˬα δὲ δακρύζου Πελοπν. (Μεσσην.) Δακρύσανε τὰ μάτια του, κόπηκαν τὰ μιτάξιˬα, ἀνέμιξι τὰ χέριˬα του, κόπ᾿καν κ᾿ οἱ ἁλυσίδες Θρᾴκ (Κομοτ.) Σώπα ,σώπα, ξαθὴ κόρη, μὴ κλαῖς καὶ μὴ δακρυῶσαι Καππ. (Ἀνακ.) Γιατί δακρύζ - ζεις, λυερή, τσαὶ βαρgυανεστενάζεις; Κῶς (Πυλ.) Σαράdα σίgλες τοῦ ᾿δωκε᾿ς τὰ μάτιˬα δὲν τὴν εἶδε, ἀπάνω στὶς σαρανταδυˬὸ τὴν εἶδε δακρυσμένη Πελοπν. (Μαραθ.) Τὸ ᾆσμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. || Ποιήμ. Χαμηλὴ τὴν κεφαλή τους, | ἀγροικώντας τὴ βουή, ἐδακρύζανε κ᾿ οἱ δεσμοί τους | τοὺς ἐφάνηκαν διπλοῖ Δ. Σολωμ., 52. Καὶ ἀφοῦ πανί, μαντήλι | ἐχάθη ᾿ς τὸ νερό, ἐδάκρυσαν οἱ φίλοι, | ἐδάκρυσα κι᾿ ἐγὼ Δ. Σολωμ., 176. 2) Ἐπὶ φυτῶν, ἑκχύνω ὀπὸν ἐν εἴδει δακρύων κατόπιν τομῆς ἢ ἐκ κομμιώσεως Εὔβ. (Ἄκρ. Βρύσ.) Ἤπ. (Δωδών.) Μεγίστ. Μῆλ. Νάξ. Πελοπν. (Γαργαλ.) Σάμ. (Μαραθόκ.) Στερελλ. (Ὀρχομεν.) - Λεξ. Περίδ. Αἰν. Βυζ. Πρω. Δημητρ.: Τὸ κλάδεψα τ᾿ ἀbέλι μου ᾿ς τὸ τυφλὸ μάτι καἰ γλέπεις καὶ δακρύζουνε οὕλα τὰ κεφάλιˬα (τυφλὸ μάτι = ὁ μικρὸς ὀφθαλμὸς κλήματος) Γαργαλ. Ὅτι πῆραν κὶ δακρύζ᾿νι τ᾿ ἀμπέλια Ἄκρ. Ἄρ᾿σαν κὶ δακρύζ᾿νι τὰ πεύκιˬα αὐτόθ. Ἐδάκρυσαν οἱ κιτριˬὲς καὶ καταστραφήκανε (ἐκ κομμιώσεως) Νάξ. Πῆγα νὰ κλαδέψου τὸ κλῆμα τσαὶ τὸ παράτηκα, γιατὶ δάκρυζε· πέρατσε ὁ τσαιρὸς ἤθελε πιˬὸ μπροστὰ κλάδεμα Βρύσ. Ὅταν ζεστά᾿ ὁ καιρός, τὸ κλῆμα δακρύζ᾿ Ὀρχομεν. Τὸ κλῆμα δακρύζει Λεξ. Βυζ. Τὸ πεῦκο δακρύζει ρετσίνι Λεξ. Πρω. Δημητρ. 3) Ἐπὶ ἀγγείων, ἀποβάλλω διὰ τῶν πόρων ὑγρὸν ἐν εἴδει δακρύων Ἁλόνν. Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Θρᾴκ. (Τσακίλ.) Μακεδ. (Ἁγία ΙΙαρασκ. Τερπν. Φλόρ.) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Σκόπ. κ.ἀ. - Λεξ. Πρω.: Δακρύζει τὸ πιθάρι Αὐλωνάρ. Ἡ λαγύνα δακρύζ᾿ τσάκ ἀπάν᾿ ᾿ς τὴ g᾿λιˬὰ Τσακίλ. Τοὺ βαρέ᾿ δακρύζ᾿ Σκόπ. Ὁ dενεκὲς δακρύζει ᾿ς τὴ gολλαισματριὰ Κίτ. Μάν. Τοὺ βαρέλ᾿ δακρύ᾿. κὶ θέ᾿ νὰ τοῦ τειˬαφώσου, γιὰ νὰ μὴ σταλά᾿ Ἁγία Παρασκ. Τὰ αἰγινήτικα κανάτια δακρύζουν. Λεξ. Πρω. 4) Ἐπἰ ἀναβλύζοντος ὕδατος, στάζω, ἐκρέω ὀλίγον, κατὰ σταγόνας Εὔβ. (Στρόπον.) Μακεδ. (Ἀηδονοχ.) Πελοπν. (Πραστ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) - Δ. Λουκοπ., Γεωργ. Ρουμελ., 191: Πήγαμι νὰ πιοῦμι νιρό· εἶχι στιρέψ᾿, ὅτι δάκρυζι Στρόπον. Μὶ δυσκόλιμα πουτίζου τ᾿ ἀbέλ᾿· δὲν ἔχουμι νιρό. Μόν᾿ ποὺ δακρύζ᾿ τοῦ μέρους Ἀηδονοχ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/