δακρυλογῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δακρυλογῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
δακρυλογῶ Λεξ. Δημητρ. δακρυλοῶ Κύπρ. δακρολογῶ Λεξ. Δημητρ. δακρολοῶ Κύπρ. δαρκολοῶ Κύπρ. δακρυολογῶ Σ. Πασαγιάνν., Τέχνη 1 (1900), 142 δακρυλοΐζω Κύπρ. Μετοχ. δακρολοημένος Νίσυρ. δακρυολοημένος Νίσυρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. δάκρυ καὶ τῆς παραγωγ. κατάλ. – λογῶ, διὰ τὴν ὁπ. βλ. Γ. Χατζιδ., Ἀθηνᾶ 22 (1910), 247 κ.ἑξ.
Σημασιολογία
1) Θρηνῶ Κύπρ. - Σ. Πασαγιάνν., ἔνθ᾿ ἀν : ᾌσμ. Ταὶ τ᾿ ηὗρεν πέτραν ριζιμιˬὰν ταὶ πάνω της καθίζει τ᾿ ἀρτίνησεν ἡ λιερὴ νὰ δακρυολοΐζῃ (λιερὴ = ἐπὶ γυναικός, γλυκεῖα, ἀγαπητὴ) Κύπρ. Δακρολοοῦσεν τ᾿ ἔλεε, δοξάζω σε, θεέ μου, αὐτόθ. || Ποίημ. Ἡ σιγαλιˬὰ κ᾿ ἡ νέκρα δακρυολογοῦν ᾿ς τὰ ͵πέριορα Σ. Πασαγιάνν., ἔνθ᾿ ἀν Ἡ μετοχ. δακρολοημένος = ὁ βεβρεγμένος διὰ δακρύων Νίσυρ. 2) Ἐπὶ δένδρων ἢ δοχείων περιεχόντων ὑγρόν, ἀποστάζω δίκην δακρύων Λεξ. Δημητρ.: Χάραξαν τὸ πεῦκο καὶ δακρυλογᾷ. Κάπου - κάπου δακρυλογάει τὸ βαρέλι. Ἡ στάμνα δακρυλογᾷ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA