δακρυολουσμένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δακρυολουσμένος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

δακρυολουσμένος ἐπίθ. ἀμάρτ. δακρυˬολουσμένος Νίσυρ. βακρυολουσμένος Κάρπ. ᾿ακρυολουσμένος Κάρπ. Κάσ. δακρυλουσμένος Φ. Πανᾶ, Λυρικ., 105.

Ετυμολογία

Μετοχ. τοῦ ἀμαρτ. ρ. δακρυολούζομαι.

Σημασιολογία

Ὁ βεβρεγμένος ὑπὸ δακρύων, ὁ δακρύβρεκτος ἔνθ᾿ ἀν.: ᾌσμ. Βρίσκουν dὰ δασκαλόπουλ-λdα ᾿πὸ φόβομ μαζ-ζεμένα κ᾿ ἦταν dὰ κακορ-ρίζ-ζικα οὕλ-λdα δακρυˬολουσμένα Νίσυρ. Κόρη μου, ᾿ὲσ σοῦ πάνdηξεπ πότε ἀρφανὸ ᾿ς τόδ δρόμον νὰ τρέχουσιτ τὰμ μάδιˬα του ταὶ νά ᾿ ν᾿ ᾿ακρυολουσμένο; Κάσ. Ἡ Νιουριˬὰ μοῦ πάνdηξεν ὥριˬα ᾿ακρυολουσμένη Κάρπ. || Ποίημ. Μιὰν ἡμέρ᾿ ἀπελπισμένη τῆς Ἑλλάδος ἡ ψυχὴ μὲ ματιˬὰ δακρυλουσμένη γύρω ἐκοίτα σιˬωπηλὴ Φ. Πανᾶ, ἔνθ᾿ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/