δακρυοποταμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δακρυοποταμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
δακρυοποταμὸς ὁ, Ν. Δετζώρτζης εἰς Ν. Ἑστ. 17 (1935), 580 Κ. Παλαμ., Δωδεκάλ. Γύφτ.2, 143.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. δάκρυο, διὰ τὸ ὁπ. βλ. δάκρυ, καὶ ποταμός.
Σημασιολογία
Ὁ ποταμὸς ὁ οἱονεὶ ὑπὸ δακρύων σχηματιζόμενος ἔνθ᾿ ἀν.: Κιˬ ἂν τὴν κοίταζε πιˬό πολὺ ἀπὸ τοὺς ἄλλους, τό ᾿κανε ἀπὸ οἶκτο καὶ μόνο, γιˬὰ τὸ δακρυοποταμό, ποὺ ἔβλεπε νὰ τρέχῃ μπρὸς ἀπ᾿ τὰ μάτιˬα του Ν. Δετζώρτζης, ἔνθ᾿ ἀν. || Ποίημ. Τὸ παράπονο τοὺς πῆρε καὶ ξανάδωσε ὁ καημὸς κ᾿ ἔγινε τοῦ τέκνου ὁ πόθος δακρυοποταμὸς Κ. Παλαμ., ἕνθ. ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA